του Νίκου Βιτσιλάκη

Φτιαγμένο στην Ιταλία με ταυτότητα Husqvarna και εξοπλισμό που φωνάζει «περιπέτεια», αυτό το σκληροτράχηλο μοντέλο στοχεύει σε ένα κοινό που ξέρει τι ακριβώς χρειάζεται. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συγκεντρώνοντας τα στοιχεία που θα επιθυμούσαν πολλοί αναβάτες και με κληρονομικά γονίδια από το «δεν σπάω δεν χαλάω» Husqvarna ΤΕ630, έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην κατηγορία των προσιτών μοτοσυκλετών με πολλές δυνατότητες. Mια πρώτη ματιά στα χαρακτηριστικά του είναι αρκετή για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μοτοσυκλέτα που κεντρίζει το ενδιαφέρον: 

  •     Κινητήρας Euro4, μονοκύλινδρος, 4βάλβιδος, υγρόψυκτος, 2 ΕΕΚ
  •     Ηλεκτρονικός ψεκασμός Mikuni 45mm
  •     54 ίπποι στις 7.500rpm
  •     Αλουμινένιο υποπλαίσιο
  •     Δισκόφρενα Brembo με διπίστονες δαγκάνες
  •     Δικάναλο ABS με επιλογή Off-Road (απενεργοποίηση μόνο στον πίσω τροχό)
  •     Ρυθμιζόμενες αναρτήσεις μπροστά (Fast Ace πιρούνι USD 45mm) και πίσω (μονό αμορτισέρ της Sachs και μοχλικό σύστημα) με διαδρομή 210 και 220mm αντίστοιχα
  •     Aκτινωτοί τροχοί 21” – 18”
  •     Ελαστικά Metzeler Sahara
  •     Bάρος 187 κιλά (άνευ υγρών)
  •     Ύψος σέλας 898mm
  •     Ρεζερβουάρ 18lt
  •     Εξοπλισμός: ζελατίνα touring, χούφτες, κάγκελα, κεντρικό σταντ, ποδιά κινητήρα, σχάρα, προβολείς Led, οθόνη LCD
  •     Δυνατότητα υποδοχής βαλιτσών

H SWM επανέρχεται δυνατή και όπως φαίνεται κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει το 2015 (όταν και αναγεννήθηκε) και βγάζει στην παραγωγή μοτοσυκλέτες με σημασία στη λεπτομέρεια και συστατικά υψηλών προδιαγραφών. Όπως το Superdual X, που σχεδιάστηκε και κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου στο εργοστάσιο της φίρμας στην Ιταλία και το οποίο, όπως και τα μικρότερα αδέρφια του, βασίζεται πάνω σε παλιότερο μοντέλο της Husqvarna. Επειδή όμως λίγοι γνωρίζουν την ιστορία της SWM (και τη στενή της σχέση με τη Husqvarna), καλό είναι να σας πούμε λίγα πράγματα για αυτή. Πριν περίπου 48 χρόνια δύο Ιταλοί αναβάτες enduro αποφάσισαν να κατασκευάσουν τη δική τους μοτοσυκλέτα. Οι Piero Sironi και Fausto Vergani, με έδρα τη Rivolta d’ Adda κοντά στο Μιλάνο, πρωτο-έβγαλαν στην παραγωγή τρία μοντέλα με δίχρονους κινητήρες 50, 100 και 125cc, που προερχόντουσαν από τη γερμανική Sachs. Mέλημά τους ήταν η παραγωγή μοντέλων Trial, Enduro και Motocross, με την εταιρεία να ονομάζεται SWM από τα αρχικά των λέξεων “Speedy Working Machines”! Το 1977, η μικρή σε μεγέθη SWM προχώρησε στη χρήση κινητήρων με περιστροφική βαλβίδα της αυστριακής Rotax και το 1981 πανηγύρισε το μοναδικό -μέχρι σήμερα- παγκόσμιο τίτλο της (στο Trial).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

To 1984 το εργοστάσιο έκλεισε για ξεκάθαρα οικονομικούς λόγους, τα μοντέλα της δεν έγιναν ποτέ best sellers, πλην όμως όλοι οι παλιοί έχουν να θυμούνται το πολύ γκάζι, ίσως το περισσότερο της εποχής, αλλά και τα ιδιαίτερα στιβαρά πλαίσια. Εδώ, ας μου επιτραπεί να μιλήσω για την πρώτη μου οδηγική επαφή με μοντέλο της SWM, καθόσον είναι μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική στιγμή στη δημοσιογραφική μου καριέρα. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80 (μάλλον το 1981) και στο περιοδικό που δούλευα τότε (Motosport) αποφασίσαμε να κάνουμε ένα συγκριτικό όλα τα μοντέλα motocross 250 της αγοράς. Μαζέψαμε αρκετά, 7-8 αν θυμάμαι καλά, εξοπλιστήκαμε κατάλληλα και βρεθήκαμε σε μια πίστα στα περίχωρα της Αθήνας. Εκεί, ο φωτογράφος μας Θάνος Αρώνης μάς ζήτησε να κάνουμε μια εκκίνηση, έτσι ώστε με τη σκόνη που θα σηκώναμε να δημιουργήσουμε ένα όμορφο “μπακ ράουντ”, ξεκάθαρα για τις ανάγκες φωτογράφησης του εξωφύλλου.

Ανάμεσα στις μοτοσυκλέτες που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν και ένα SWM, το οποίο διέθετε κινητήρα με περιστροφική βαλβίδα της Rotax. Στο τιμόνι του έμελλε να βρίσκεται ένας καλός συνεργάτης, ο οποίος και μας …ξεπουπούλιασε στην πρώτη απόπειρα. Κοινώς, ξεκινήσαμε όλοι μαζί και το SWM βρέθηκε 2-3 μέτρα μπροστά. Στοπ στοπ φωναζε ο Αρώνης, πάλι από την αρχή παιδιά, όλοι μαζί σε μια ευθεία να είστε, να μην ξεκολλάει κανείς. Αδύνατον, το προσπαθήσαμε και πάλι αλλά μία από τα ίδια, το SWM πεταγόταν μπροστά. Οπότε, μία η λύση και η εντολή προς τον αναβάτη του σαφής: Ξεκίνα με δευτέρα στο κιβώτιο. Και έτσι, στόχος επετεύχθη..

Νέο ξεκίνημα

Η SWM Motorcycles του σήμερα είναι παιδί της κινεζικής εταιρείας Daxing Gong, ιδιοκτήτριας του Shineray Group, που δραστηριοποιείται στο χώρο των μηχανοκίνητων δικύκλων, αυτοκινήτων, ηλεκτρικών γεννητριών και βιομηχανικών μηχανημάτων. Η εν λόγω κινεζική εταιρεία προχώρησε το 2015 στην εξαγορά των υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων BMW-Husqvarna στο Varese της Ιταλίας και αμέσως μετά φρόντισε να προσλάβει σαν τεχνικό διευθυντή τον ιταλό γκουρού Ampelio Macchi, που έχει αφήσει την υπογραφή του στην ιστορία των Cagiva, Husqvarna και Aprilia, έχοντας περισσότερους από 50 παγκόσμιους τίτλους στο βιογραφικό του. Με σταθερά βήματα εμπλουτίζει τη γκάμα της, που στις μέρες μας περιλαμβάνει μοντέλα Enduro, MX, Trial, Supermoto, Street Classic και Street Scrambler, με κινητήρες 125 έως 600cc. 

Τα οδηγικά

Η θέση οδήγησης είναι “εντουράδικη”, κοινώς κάθεσαι ψηλά και τα πόδια σου ίσα που πατάνε στην άσφαλτο (αν είσαι μέχρι 1.80). Η άκρως ευρύχωρη σέλα με το πλούσιο αφρώδες σε τοποθετεί σε σωστές γωνίες σε σχέση με τιμόνι και μαρσπιέ, ο υδραυλικός συμπλέκτης αποδεικνύεται βουτυρένιος σε αίσθηση και λειτουργία, οι ταχύτητες κουμπώνουν αθόρυβα και μεστά, ο ψεκασμός σε ξενίζει αρχικά αλλά γρήγορα συνηθίζεις τη λειτουργία του και με σύμμαχο τη δύναμη των 54 ίππων, συχνά πυκνά πιάνεις τον εαυτό σου να οδηγεί πολύ πιο σβέλτα από αυτό που υπολόγιζες. Μέσα στην πόλη, το Superdual κινείται με σιγουριά προσφέροντας στον αναβάτη άπλετη ορατότητα και περνώντας το τιμόνι του πάνω από τους καθρέπτες των ακινητοποιημένων πολύτροχων. Οι κραδασμοί είναι πολύ λιγότεροι από αυτό που θα περίμενες λόγω του ενός κυλίνδρου και αυτοί που παράγονται φιλτράρονται αποτελεσματικά από το εξαιρετικά στιβαρό πλαίσιο και δεν περνούν στα άκρα και στα μαλακά μέρη των αναβατών. Η δύναμη του κινητήρα είναι πολλή, από τις χαμηλές στροφές και με κάθε άνοιγμα του γκαζιού το Superdual X πετάγεται μπροστά με σθένος και ορμή. Το τιμόνι έχει μια σχετικά βαριά αίσθηση και απαιτεί από τον αναβάτη μια χρονική εξοικείωση, αντίθετα το σύνολο δείχνει ιδιαίτερα ανάλαφρο στις χαμηλές ταχύτητες και αυτό -αν μη τι άλλο- είναι πολύ εξυπηρετικό στην αστική μετακίνηση.

Φρένα και ανάρτηση λειτουργούν έτσι όπως αρμόζει στις προδιαγραφές τους, οπότε δεν κάθεσαι να ασχοληθείς μαζί τους και μπορείς να τα πιέσεις στο όριο χωρίς πρόβλημα. Σε ανοικτούς δρόμους το “Χ” εντυπωσιάζει με τη σταθερότητά του και μπορεί να ταξιδεύει με ταχύτητες 130-140km/h με δύο άτομα και για πολλή ώρα, ενώ οι ταξιδιωτικές του δυνατότητες αυξάνονται ακόμα περισσότερο από τη δυνατότητά του να δεχθεί μέχρι και τριπλέτα βαλιτσών (o extra εργοστασιακός εξοπλισμός περιλαμβάνει δύο πλαϊνές). Οι χιλιομετροφάγοι θα εκτιμήσουν την προστασία που προσφέρει η άκρως ποιοτική αεροδυναμική ζελατίνα στον προβολέα, όπως επίσης και την ευρυχωρία που προσφέρει η άνετη σέλα. Θα εκτιμήσουν όμως και την οικονομία του μονοκύλινδρου κινητήρα, ο οποίος με οδήγηση πάνω από το μέσο όρο δεν καταναλώνει περισσότερα από 4,5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα! Αυτό -και σε συνδυασμό με το 18λιτρο δοχείο καυσίμου- σημαίνει αυτονομία που μπορεί να αγγίξει τα 400 χιλιόμετρα!     

Στο χώμα

Η μοτοσυκλέτα αποτελεί στην ουσία την εξέλιξη του Husqvarna TE 630 και αυτό μεταφράζεται σε άκρως χωμάτινες προδιαγραφές. Και για να απολαύσεις τις off/road εξορμήσεις σου, απενεργοποιείς το (πολύ καλό στην άσφαλτο) ABS στον πίσω τροχό και ..ορμάς. Εκτός δρόμου η δύναμη δείχνει περισσότερη και το Superdual φανερώνει με επιτυχία το διττό του χαρακτήρα. Απολαυστικό στους δασικούς δρόμους, ευέλικτο και σταθερό, αφήνει στον δεξιό καρπό του αναβάτη να ορίσει το βαθμό της διασκέδασης. Τα φρένα εξαιρετικά σε αίσθηση και αποτελεσματικότητα, οι αναρτήσεις ξεδιπλώνουν τις αρετές τους και ο όρος “εκδρομικό Enduro” βρίσκει τον καλύτερό του μονοκύλινδρο εκπρόσωπο στα ασπροκόκκινα χρώματα του ιταλικού μοντέλου.

Όταν το μάθεις, τα σχεδόν 200 κιλά του (πλήρες υγρών) εξανεμίζονται ακόμα και σε δασικά μονοπάτια, βγάζοντας στην επιφάνεια ένα άκρως καλοζυγισμένο σύνολο. Στο όριο, δηλαδή σε πολύ επιθετική οδήγηση, το πιρούνι δεν θα χάσει τη σωστή του λειτουργία αλλά θα φροντίσει να περάσει μια “ξερή” αίσθηση, δυστυχώς δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ με τις ρυθμίσεις του και επιφυλάσσομαι για την επόμενη φορά που θα πέσει στα χέρια μου το “X”. Κατά τα λοιπά, το ατσάλινο πλαίσιο, το τεράστιο αλουμινένιο ψαλίδι και το μονό αμορτισέρ της Sachs προσφέρουν τη δυνατότητα να κινηθείς ακόμα και σε “αγωνιστικούς” ρυθμούς, το Superdual είναι στημένο έτσι ώστε να καταπίνει ότι βρίσκει στο διάβα του. Στα χέρια ενός έμπειρου αναβάτη δε, θα επιδείξει δυναμική καθαρόαιμου χωμάτινου μοντέλου.   

Στο δια ταύτα

Το Superdual X προσφέρεται για χρήση παντός είδους, από αστική καθημερινή και εντουροβόλτες τις αργίες μέχρι ταξίδια σε άσφαλτο και χώμα, διαθέτει πλούσιο εξοπλισμό και μια ιδιαίτερα συμφέρουσα τιμή στα 7.490€. Η αξιοπιστία του είναι δεδομένη, οι δυνατότητές του δεν σηκώνουν αμφισβήτηση και το χαμηλό κόστος στη συντήρησή του είναι ομοίως ένας παράγοντας όπου διαπρέπει. Παράλληλα, είναι τόσο καλά εξοπλισμένο που δεν απαιτεί επεμβάσεις ή/και προσθήκες από τον ιδιοκτήτη του μετά την αγορά. Το Superdual X είναι ετοιμοπαράδοτο σε δύο χρωματικές επιλογές, την άσπρη/κόκκινη του μοντέλου της δοκιμής και τη μαύρη/γκρι που μόλις αφίχθηκε στη χώρα μας. Περισσότερα θα μάθετε στην αντιπροσωπεία Delta Motorcycles (210-9248996).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης