Κείμενο: Νίκος Τσαμάνδουρας
Συνταξιδιώτες: Γιάννης και Ορέστης Καρύδης,Μάνος Δερμιτζάκης

Το πρώτο μέρος του μοτοταξιδιού μας –το εντός Ελλάδας- μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Για το δεύτερο απλά συνεχίστε το διάβασμα παρακάτω..

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Ελλάδα ήταν παρελθόν καθώς αποχαιρετούσαμε τη Φλώρινα και περνούσαμε τα σύνορα για Σκόπια. Αφού αντιμετωπίσαμε την ελαφρά εμπάθεια των Σκοπιανών/ΒορειοΜακεδόνων/Όπως θες πες τους τελοσπάντων συνοριοφυλάκων, η οποία είχε τη μορφή «θα σας ταλαιπωρήσουμε λίγο όσο μπορούμε χωρίς λόγο», ο δρόμος ξανοιγόταν ξανά μπροστά μας. Το τι εστί «Βαλκάνια» θα το καταλαβαίναμε για τα καλά στα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα. Όταν μπαίνεις στα Σκόπια αλλάζει κυρίως η γλώσσα και αυτή όχι εντελώς. Παραμένουν οι ταμπέλες στα ελληνικά καθώς πολλοί εξ ημών των Ελλήνων που κατοικούν εκεί τριγύρω πηγαινοέρχονται για ψώνια ή καύσιμα, ή για τα καζίνο. Έχει ένα τραγούδι που θα ταίριαζε σε αυτό ο Σαββόπουλος, αλλά ας μην γίνω προβοκάτορας, είναι νωρίς ακόμα μες το κείμενο αυτό. Κατά τα άλλα κακή άσφαλτος και κακοί οδηγοί.

Όσο γράφει χιλιόμετρα ο οδομετρητής καταλαβαίνω πως δεν είναι τα Σκόπια που θυμίζουν Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα που θυμίζει Βαλκάνια. Μια θύμηση από την οποία με ένα τρόπο γονιδιακό δε γλυτώνει. Το GPS μας έχει χαράξει ρότα για Πρίλεπ, ενώ περνάμε από χωράφια με πιπεριές και καπνά. Μεγάλοι οι δρόμοι μα οι στάσεις μικρές, μιας και η Νις από τη Φλώρινα απείχε θεωρητικώς 360 χιλιόμετρα, κάτι που θα ήταν ζήτημα μιας μέρας και αυτό όσο χαλαρά γινόταν. Η αλήθεια είναι πως ο περιορισμένος συνολικός χρόνος του ταξιδιού μας έκανε να αδικήσουμε κάπως τα Σκόπια, μιας και όσο προχωρούσαμε στα κεντρικά της χώρας υπήρχαν πράγματα που προσπερνούσαμε χωρίς να εκτιμήσουμε έστω την ομορφιά του τοπίου και των χωριών τριγύρω. Τα νότια Βαλκάνια μέσω των Σκοπίων μας ξαναφέρνουν τη μελαγχολία που λέγαμε πριν, πολύ πριν βασικά, στο πρώτο μέρος. Μια μελαγχολία που θα πηγαινοερχόταν μόνιμα μέσα μας σε όλο το ταξίδι..

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ωπ, Σερβία!

Τα Σκόπια τα περάσαμε γρήγορα, ίσως υπερβολικά γρήγορα οπότε επιφυλασσόμαστε για το μέλλον. Στα σύνορα της Σερβίας το κλίμα ήταν άλλο. Πολλή κίνηση, μα άλλη αντιμετώπιση, χιούμορ και «άντε, καλό δρόμο». Στα σύνορα μου έκανε εντύπωση και το ότι υπήρχαν σταθμοί φόρτισης για ηλεκτροκίνητα οχήματα. Η ποιότητα του δρόμου βελτιωνόταν σταδιακά και οι απλωτοί δρόμοι μέχρι τη Νις είχαν κάτι να μου διδάξουν. Εκεί μεταξύ «πουθενά» και «όλα είναι δρόμος» συνειδητοποιείς πως τα ταξίδια με μοτοσυκλέτα είναι πάντα μοναχικά, ακόμα και αν έχεις σύντροχους. Πάνω στη μοτοσυκλέτα είσαι εσύ, αυτή, ο δρόμος και οι σκέψεις σου. Ψυχοθεραπεία αφενός, δυνητικά «μαρτύριο» όσο δεν τελειώνει. Ένας παράδρομος μας βγάζει σε διαδρομή μέσα στα δάση, στις όχθες του νότιου Μοράβα. Γραφικότητα αυθεντική, λίγο χώμα πατήσαμε, δίπλα από ένα τρένο περάσαμε, τελικά φτάσαμε σε ένα σημείο να ξεκουραστούμε. Καφές στιγμιαίος, αυτοσχέδιος σε μπουκάλι κομμένο. Οξυγόνο μπόλικο και συνέχεια της πορείας μας. Ευχάριστο στροφιλίκι, υπέροχο τοπίο και ενώ ο ήλιος δύει φτάνουμε στη Νις. Ε, πολύ ωραία πόλη η Νις! Τρίτη μεγαλύτερη στη Σερβία διαρρέεται από τον ποταμό Νίσαβα, ενώ η αισθητική της αρχιτεκτονικής φωνάζει –με την καλή έννοια- μεσαίωνα.

Μια βόλτα στην παλιά πόλη και στο Φρούριο είναι απαραίτητες για τον επισκέπτη. Ειδικά το βράδυ. Όσο αφορά το «Νις by night» μπορώ να τοποθετηθώ μόνο για το φαγητό. Σαν υπεύθυνοι μοτοσυκλετιστές έπρεπε να μείνουμε νηφάλιοι. Βαρυστομαχιασμένοι μα νηφάλιοι. Κυρίαρχο πιάτο το «Cevapi», κατά κόσμον κεμπάπ. Υπάρχει παντού και αν έχει επηρρεαστεί σε κάτι ο κορμός των Βαλκανίων από την εγγύς ανατολή αυτό είναι η κουζίνα. Μπαχάρια και κρεατικά δίνουν και παίρνουν, ενώ το «ελαφρύ» πιάτο δεν το συναντήσαμε. Τουλάχιστον στην ταβέρνα που κάτσαμε για φαγητό παραγγέλνοντας στη νοηματική. Το επόμενο πρωί ξεκίνησε «δραματικά» με το δεύτερο απρόοπτο. Το TDM της παρέας δάκρυζε.. παραφλού. Κυριακή στη Νις με ένα ψυγείο με διαρροή. Μετά από τις απαραίτητες επεμβάσεις (το πολύ ένα ξεμάτιασμα, δεν είχαμε επιλογή για περαιτέρω λύσε/δέσε) αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε, σεμνά και ταπεινά. Το ρίσκο μας βγήκε τελικά, με το νου στην υπερχείλιση, το θερμόμετρο και ένα κοντινό βενζινάδικο για μια ώρα ανάγκης που ευτυχώς δεν ήρθε.

Βελιγράδι, μια πόλη για να μείνεις

Συνεχίσαμε λοιπόν. Το Βελιγράδι είναι επιβλητικό πριν καν το διασχίσεις, μιας και πλησιάζοντας το βλέπεις από ψηλά, έχοντας ήδη περάσει πανέμορφα γραφικά τοπία. Πράσινο και κεραμίδι σε διάσπαρτα χωριά σε πλαγιές «δοκίμασαν» τους αυχένες μας, καθώς αναγκαστικά η θέα μας έκανε να κοιτάμε αριστερά-δεξιά. Η κλασσική αισθητική στα κτίρια του Βελιγραδίου είναι χαρακτηριστικά επιβλητική και η βόλτα στο κέντρο του μας έκανε να εμπεδώσουμε την έννοια του νεοκλασσικού. Σιγοτραγουδώντας κάτι από Bregovic και Νταλάρα μέσα από το κράνος, ο ήλιος έδυε για ακόμα μια φορά. Θα ακολουθούσε περίπατος στην αγορά και φυσικά επίσκεψη σε μουσείο. Ναι, στο μουσείο του μεγάλου Σέρβου φυσικού Nikola Tesla. Εκεί εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα, σημειώσεις, βιβλία, κατασκευές και εφευρέσεις του ανθρώπου που μας χάρισε ένα πολύ μεγάλο μέρος της τωρινής μας τεχνολογίας και εν πολλοίς χάρη σε εκείνον διαβάζετε τώρα αυτό το κείμενο.

Περπατώντας μες το Βελιγράδι τη νύχτα όλα είναι ωραία. Ωραία φωτισμένα κτίρια, τα τραμ, «ωραίοι» άνθρωποι. Σου βγάζει μεν τη μεγαλούπολη, στο πιο χαλαρό όμως, στο ποιοτικό. Στο γυρισμό στο ξενοδοχείο και με την ώρα περασμένη ο κόσμος είχε αραιώσει αρκετά στους πεζόδρομους, ο καιρός είχε κρυώσει αισθητά και ήταν λες και όλοι οι κάτοικοι αναγνώριζαν αυτή την ηρεμία πριν την καταιγίδα. Μια καταιγίδα που μας περίμενε το επόμενο πρωί, κάνοντας απαγορευτική την άμεση αναχώρηση μας. Έχοντας φορτώσει τις μοτοσυκλέτες και με τα αδιάβροχα σε ετοιμότητα ήμασταν αποφασισμένοι να πίνουμε καφέδες μέχρι να κόψει η βροχή, ή έστω να μας ξεγελάσει πως θα σταματούσε ώστε να ξεκινήσουμε προς Mokra Gora. Όπερ και εγένετο. Ένα σιγανοψιχάλισμα μας έδωσε το σύνθημα. Η κίνηση τις ώρες αιχμής στο Βελιγράδι ήταν ότι έπρεπε ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα τη φάμε τη βροχή μας και αυτό δεν ήταν κάτι το διαπραγματεύσιμο. Η βροχή δυνάμωνε και εμείς απλώς θα βρεχόμασταν μέσα στο σέρβικο κυκλοφοριακό χάος.

Mokra Gora, το σκοτεινό παραμύθι

Η συνέχεια θα ήταν στη γραφική και ίσως μυστηριώδη Mokra Gora. Η μετάβαση από το Βελιγράδι ως εκεί περιελάμβανε ένα από τα πλέον απαιτητικά -από άποψη οδήγησης- κομμάτια. Το αστικό τοπίο έδινε τη θέση του στην επαρχία, η οποία με τη σειρά της γινόταν μια ατέλειωτη βόλτα πάνω στα ασφάλτινα ποτάμια που διαπερνούσαν τα σέρβικα δάση. Εν τω μεταξύ η βροχή δυνάμωνε, το υψόμετρο ανέβαινε και η θερμοκρασία έπεφτε. Η οθόνη του Tiger με προειδοποιούσε για σχηματισμό πάγου, καθώς το θερμόμετρο έδειχνε 2 βαθμούς Κελσίου. Ο εξοπλισμός μου άντεξε για περίπου μια ώρα «στο νερό» μέχρι να αρχίσω να νιώθω την υγρασία να διαπερνά μπότες και αυχένα. Στα καλύτερα σημεία του εξοπλισμού τα γάντια έδειξαν πολύ δυνατό χαρακτήρα σε νερό και κρύο ενώ και το κράνος επέδειξε πολύ σοβαρή στεγανότητα σε σχέση με την κατηγορία του. Βέβαια, σχετικά είναι όλα αυτά, διότι ό,τι εξοπλισμό και να φοράς, όταν πλέον οδηγείς μέσα σε ένα παγωμένο σύννεφο, απλά η υγρασία σε διαπερνά ως την.. ψυχή. Ενώ περνούσε η ώρα το πράγμα όχι μόνο δεν άλλαζε, αλλά χειροτέρευε λόγω του παγετού που πιάνει σε αυτό το υψόμετρο, ο οποίος είχε διαβρώσει την άσφαλτο. Προσθέστε στην πλέον στριφτερή μας διαδρομή ως τώρα και μερικά πεσμένα κλαδιά. Τέλειο;

Το «yolo» του πράγματος είχε και τα όρια του. Η θέα μιας ταβέρνας μας αναγκάζει σε ένα ιδιαίτερο pit stop, ίσα ίσα για να πιούμε κάτι ζεστό. Τελικά ήπιαμε τα rakija μας (το λες και ρακή) και τσιμπήσαμε ελαφρά μια ποικιλία κρεατικών 8 ατόμων. Αυτό κατάλαβε η κυρία που δούλευε εκεί όταν της ζητήσαμε κάτι σε.. μεζέ και ποιοι ήμασταν εμείς για να την προσβάλουμε. «Πασίνα Ράβα». Κρατήστε αυτή τη φράση. Είναι είτε το όνομα του χωριού που σταματήσαμε, είτε το όνομα της ταβέρνας. Χαθήκαμε στη μετάφραση και αν χαθείτε και εσείς εκεί τριγύρω ίσως φανεί χρήσιμο.

Η βροχή δεν θα σταματούσε, η ώρα περνούσε και εμείς έπρεπε να φτάσουμε στη Mokra Gora. Ξανά στο δρόμο λοιπόν, με τα θερμαινόμενα grip του Tiger να βαράνε υπερωρίες, ατμίζοντας συνεχώς το περιρρέον τους νερό. Ενώ η νύχτα πλησίαζε εμείς είχαμε ακόμα δρόμο και δεν είχαμε κανονίσει κατάλυμα για βράδυ. Το τέλειο Timing για να χαθούμε με τα GPS πάνω στα βουνά να είναι σε πλήρη ασυμφωνία. Ρωτώντας ντόπιους βγάζουμε κάπως άκρη. Πολύ φιλικοί άνθρωποι που ήθελαν να μας βοηθήσουν με ένα τρόπο που πετυχαίνεις μόνο σε «καλά» χωριά. Να ‘ναι καλά και αυτοί λοιπόν και συνεχίσαμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να ήταν κάπου στο Βάλιεβο όταν η ένταση της βροχής άρχισε να μειώνεται, ενώ παράλληλα ο ήλιος έδυε πίσω από τις κορυφές του όρους Τάρα. Ενός λεπτού σιγή εδώ. Αποκάλυψη. Δέος. Ο βαρύς γκρίζος ουρανός που μας έβρεχε αλύπητα τώρα ήταν κόκκινος. Σκοτεινός και κόκκινος σε όλο το βάθος του ορίζοντα και εμείς να οδηγούμε περικυκλωμένοι από τα πανύψηλα δέντρα. Εδώ δεν σταματάς για φωτογραφίες. Δεν ανοιγοκλείνεις καν τα μάτια. Οδηγείς μέσα σε ένα κάδρο, σε ένα πίνακα. Κρατάς όσο μπορείς την εικόνα μέχρι να σβήσει ο ήλιος πίσω από τα βουνά. Σαν μια βουτιά σε ένα πολύ όμορφο και σπάνιο βυθό με μια ανάσα που τελειώνει γρήγορα.  Και πιστέψτε με αν και τα..πνευμόνια μου δεν κρατάνε πολύ, είδα «πολλά».

Οδηγώντας στο σκοτάδι φτάνουμε στη Mokra Gora. Σουρεάλ το σκηνικό. Λίγα φώτα, ξύλινες κατασκευές, ούτε ψυχή στους παγωμένους δρόμους και όλα αυτά ενώ είναι μόλις 9 το βράδυ. «Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ ρε;!» Διατυπώνεται κόσμια η γκρίνια προς το Γιάννη για την επιλογή του μέρους. Για πότε βρεθήκαμε σε ένα μπαρ μυστήριο, για πότε πλακωθήκαμε πάλι στις «ρακίγιες» και για πότε είχαμε βρει ξενοδοχείο δεν κατάλαβα. Κατάλαβα όμως ότι είχα μουλιάσει για τα καλά και παρά το κέφι των συνταξιδιωτών εγώ είχα αρχίσει να γκρινιάζω αρκετά περισσότερο από το συνηθισμένο μιας και το κρύωμα ήταν κοντά. Το ξενοδοχείο στον ιδιαίτερο σιδηροδρομικό σταθμό ήρθε να με στεγνώσει και να με λυτρώσει συνάμα. Προσοχή εδώ: Οι Σέρβοι με τους Έλληνες τα πάνε καλά όπως έχει διατυπώσει και ο αείμνηστος Τζιμάκος. Οπότε ήταν αυτό που στα κρητικά λέμε «awkward» όταν ανταλλάσοντας «γαλλικά» μεταξύ μας στο ξενοδοχείο ο ρεσεψιονίστ μας φώναξε περιχαρής «Αδέρφια μας Έλληνες!» Τα είχε ακούσει και τα δικά του μιας και μας έφταιγαν όλα, αλλά προτίμησε να το ρίξει στην πλάκα. Ωραίος!

Το πρωί μας φανέρωσε τι πραγματικά εστί Mokra Gora. Επιβλητικό τοπίο και τα τρένα σε βάζουν σε μια άλλη εποχή. Εκεί είναι και το Drvengrad. Το ξύλινο χωριό του Σέρβου σκηνοθέτη Emir Kusturica, που είναι βγαλμένο από το πνεύμα των ταινιών του. Πάλι Bregovic στην εσωτερική μας ακοή, ένα «Ederlezi» με τα χάλκινα πνευστά να συμπληρώνουν τα μέταλλα των παλιών αυτοκινήτων που αποτελούσαν το σκηνικό του σαν να γυρίζεται εκεί μια ακόμα ταινία..

Συγνώμη για το κράξιμο Γιάννη, άξιζε και με το παραπάνω τελικά. Συγνώμη και στο ξενοδοχείο για το πιστολάκι μαλλιών που έλιωσε στεγνώνοντας τις μπότες μου.

Eπόμενος σταθμός: Zabljak, Montenegro

Φεύγοντας από τη Mokra Gora ο καιρός μας έκανε τη χάρη και άνοιξε για τα καλά, στεγνώνοντάς μας παράλληλα. Η μετάβαση από τη Σερβία στο Μαυροβούνιο ήταν μια πανεύκολη διαδικασία και πλέον -το Μαυροβούνιο- ερχόταν για να μας κερδίσει και όχι το αντίθετο. Απίστευτη διαδρομή άγριας ομορφιάς στο Sedlo, ενώ καθαρός ουρανός και πράσινο συνδυαζόμενα με υπέροχες στροφές μας έκαναν χαζά παιδιά χαρά γεμάτα. Ενώ χαιρετούσαμε γκρουπάκια αγνώστων μοτοσυκλετιστών μάς γεννήθηκε η απορία γιατί δεν βγήκαν εκτός δρόμου και αυτοί. Πότε βγήκαμε εμείς; Τότε! Στον πρώτο παράδρομο είχαμε πει «αντίο» στην άσφαλτο και είχαμε βγει offroad. Κυριολεκτικά όμως, όχι φλωριές. Τα είδαν όλα οι μοτοσυκλέτες μας αφού απλώς ανεβοκατεβαίναμε λόφους χωρίς καν την υποψία μονοπατιού. Τα παιδία παίζει λοιπόν. Μετά από λίγο θα φτάναμε στο χιονοδρομικό, γραφικό, όμορφο μα ίσως όχι και τόσο εύηχο προορισμό ονόματι Ζαμπλιάκ. Πολύ το κρύο εκεί στα 1.456 μέτρα, πάρα πολύ. Τόσο ώστε να φτάσει -6 βαθμούς το βράδυ. Το πρωί βρήκαμε πάγο πάνω στις μοτοσυκλέτες ενώ ακόμα ένα απρόοπτο έμελλε να συμβεί. Ίσως λόγω του ψύχους η μπουκάλα της πίσω ανάρτησης του GS είχε σκάσει, δακρύζοντας από κάπου, παραμένοντας ωστόσο λειτουργική. Θα καταφέρναμε να φύγουμε έγκαιρα από το Ζαμπλιάκ; Θα σταματούσε η καζούρα στο Μάνο για το απρόοπτό του; Θα θυμόμασταν να κλείσουμε το θερμοσίφωνα;

Οι απαντήσεις σε αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα, αλλά και η  συνέχεια του ταξιδιού στο επόμενο μέρος, Βοσνία και Κροατία ερχόμαστε!…

Ευχαριστούμε και πάλι την Ελληνική αντιπροσωπεία της Triumph, το MotoMarket.gr, τη Blue Star Ferries και τα παιδιά του TwoWheelsOlnyMotoClub για την βοήθεια σε όλο το ταξίδι. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης