Κείμενο: Νίκος Τσαμάνδουρας
Συνταξιδιώτες: Γιάννης και Ορέστης Καρύδης,Μάνος Δερμιτζάκης

Ένα ταξίδι-πρόκληση, τρεις μοτοσυκλέτες, τέσσερις φίλοι. Τα βασικά συστατικά ενός 9ήμερου roadtrip στα Βαλκάνια. Ένα δίτροχο roadtrip που για μένα είχε την παγκόσμια καινοτομία να ξεκινήσει με.. τα πόδια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είναι ευλογία να έχεις φίλους που να έχουν τις ίδιες ανησυχίες με σένα, πόσο μάλλον όταν τις ξεπερνάνε. Μια από αυτές είναι και η αγάπη για τις μοτοσυκλέτες, τους δρόμους και ότι αυτά συνεπάγονται. Είμαι αρκετά τυχερός ώστε να έχω τέτοιους φίλους και εξαιτίας τους θα διαβάσετε το κείμενο που ακολουθεί αλλά και τις συνέχειες του. «Ψήσου να έρθεις στο φετινό ταξίδι μωρέ μ@λ@κ@!». Αυτή ήταν η πρώτη φράση του Γιάννη που φύτεψε μέσα μου το σπόρο της «περιπέτειας» που θα ερχόταν. Η δεύτερη του φράση που καλλιέργησε το σπόρο αυτό ήταν «Πέρα από την πλάκα αν μπορείς έλα, του χρόνου δεν ξέρεις πως θα είσαι..»  Ένα υπαρξιακό «Χμμ» ακούστηκε από τη φωνή της λογικής μέσα μου και η απόφαση ελήφθη. Θα πήγαινα.

Σύντομο rewind απαραίτητο για τη συνέχεια της ιστορίας: Ο Γιάννης, ο Μάνος και άλλοι κουζουλοί της παρέας έχουν καθιερώσει εδώ και τρία χρόνια ένα roadtrip με τις μοτοσυκλέτες τους. Τα δυο πρώτα εντός Ελλάδας, το τρίτο εκτός, ως τη Ρουμανία. Πάντα με ορμητήριο την Κρήτη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Που θα πάμε φέτος ρε παιδιά;», ήταν απόλυτα φυσιολογική ερώτηση μου. «Δεν ξέρουμε. Ποτέ δεν ξέρουμε.» ήταν απάντηση του Γιάννη που επίσης του φάνηκε.. φυσιολογική. Μετά από κάμποσες πεζές ρακοκατανύξεις (βρισκόμαστε στην Κρήτη είπαμε) καταλήγουμε σε μια διαδρομή. «Μπαίνουμε στο καράβι, πάμε Πειραιά και από εκεί όπου φτάσουμε.» Δεν ακούγεται και πολύ οργανωμένο αν θες να περάσεις 6 χώρες μέχρι να επιστρέψεις στην Ελλάδα μέσα σε 9 μέρες, σωστά; Και το πλάνο είχε πέρασμα από τα Σκόπια, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία, την Κροατία, την Αλβανία και πίσω. Παραδόξως, αν και περάσαμε μέχρι και μέσα από τυφώνα, τα καταφέραμε.

Τα «οργανωτικά»

 Όταν είναι να ξεκινήσεις μια τέτοια δίτροχη οδύσσεια, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα, ώστε ότι στραβό συμβεί να είναι πραγματικά απρόσμενο και να έχεις ιστορίες να λες. Η εμπειρία των παιδιών από τα προηγούμενα ταξίδια ήταν κομβική. «Δεματικά, αδιάβροχα και πολλά εσώρουχα. Α! Και μεγάλες σακούλες σκουπιδιών για να γίνουν και αυτές.. αδιάβροχα!»  Αυτό ήταν ίσως το βασικό που κρατάμε από το τι πρέπει να έχει ένα αυθεντικό, «χύμα» roadtrip. Γενικά αυτού του είδους τα εγχειρήματα θέλουν κάτι ακόμα βασικό. Να πρήζεις κόσμο στις ερωτήσεις. «Ρωτώντας πας στην πόλη» λένε και εγώ τους πιστεύω-όποιοι και αν είναι αυτοί. Έτσι και εγώ απευθύνθηκα στο Νίκο Βιτσιλάκη που σαν βετεράνος στο θέμα μοτοσυκλέτα –νεανίας γαρ εγώ- σίγουρα θα είχε να μου δώσει τα φώτα του από αξιοθέατα και σημεία προσοχής στα Βαλκάνια. Όχι μόνο είχε συμβουλές, αλλά βοήθησε και πολύ παραπάνω. Πως; Έπεσαν τα δέοντα τηλέφωνα που μου εξασφάλισαν μοτοσυκλέτα (το Triumph Tiger 800XCx), πλήρη εξοπλισμό από το MotoMarket και τα παιδιά του Two Wheels Only Club και τη Blue Star Ferries που κανόνισαν την ακτοπλοϊκή μας μετάβαση από το Ηράκλειο στον Πειραιά. Όπως φαντάζεστε, ένα «ευχαριστώ» είναι λίγο.

So it begins…

Πέμπτη βράδυ στο λιμάνι του Ηρακλείου. Το μοτοταξίδι μου ξεκινά με τα πόδια και την αναμονή στον καταπέλτη ως που να έρθουν οι συνταξιδιώτες. Ένα Yamaha TDM900 και ένα BMW R1200GS έρχονται φέρνοντας το Γιάννη, τον Ορέστη και το Μάνο. Το ταξίδι επισήμως ξεκινούσε, το πλοίο έφευγε από το λιμάνι και πλέον κοιταζόμασταν μεταξύ μας με την αβεβαιότητα στο βλέμμα. Την αβεβαιότητα που σε άπταιστα κρητικά λέγεται «Point of no return». Το πρωινό μας βρίσκει κάπου στην Καλλιθέα για ανεφοδιασμό με καφεϊνη. Μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι, το σκηνικό για μένα είχε αρχίσει να αποκτά το χαρακτήρα που άρμοζε στο ταξίδι. Επίσκεψη στο MotoMarket όπου τα παιδιά εκεί με περισσή υπομονή με έντυσαν από πάνω μέχρι κάτω εξασφαλίζοντας πως αν πέσω θα σηκωθώ ξανά και αν δεν πέσω απλά θα έχω το στυλ που ταιριάζει σε ένα τέτοιο ταξίδι. Οκ, οι υπόλοιποι ήταν έτοιμοι, εγώ εξοπλισμένος μα ακόμα με τα πόδια. Τι έμενε λοιπόν; Μια ακόμα επίσκεψη στην Triumph και αυτή τη φορά έδεσε το γλυκό. Το Tiger 800XCx ήταν εκεί για μένα. Αφού έγινε η απαραίτητη ενημέρωση σε τίτλους περί του τι πρέπει να κάνω και τι όχι πάνω στη μοτοσυκλέτα, οι επίσης ωραίοι τύποι της αντιπροσωπείας της βρετανικής εταιρίας μου έδωσαν τα κλειδιά και την ευχή τους. Αχ και να ‘ξεραν.. Το ταξίδι πλέον ξεκινούσε κανονικά και για μένα, όλα ήταν δρόμος και η πρώτη στάση θα ήταν στη Φλώρινα.

«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά»

Τα πρώτα χιλιόμετρα ήταν βασανιστικά. Μεσημέρι με ήλιο στην Αττική, full ντυμένος μοτοσυκλετιστικά και με ξεχασμένες τις ισοθερμικές επενδύσεις στη στολή της Nordcap. Μέσα στο κυκλοφοριακό χάος της πρωτεύουσας και φορτωμένος με ένα παραγεμισμένο σακβουαγιαζ, το τελευταίο πράγμα που θέλεις είναι να είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα, ενώ παλεύεις να μάθεις τι κάνει το κάθε κουμπάκι της μοτοσυκλέτας που μόλις έχεις παραλάβει. Πόσο μάλλον φορώντας γάντια καινούρια που δεν έχουν πάρει το σχήμα των χεριών σου, τα οποία εναγωνίως αναζητούν το joystick που είναι υπεύθυνο για την πλοήγηση στο μενού του Tiger. Εδώ είναι η πρώτη παρήγορη στιγμή του ταξιδιού, μιας και τελικά χέρια, γάντια και joystick  βρίσκουν γρήγορα το ένα το άλλο, δικαιολογώντας την ποιότητα του σχεδιασμού τους. Πριν να δούμε την ταμπέλα «Αθηνών-Λαμίας» ένα μεγάλο βάρος μου είχε ήδη φύγει. Σταδιακά αποχαιρετούσαμε το λεκανοπέδιο και σημασία είχε ο προορισμός, δηλαδή η Φλώρινα. Εφόσον περάσαμε τη Λειβαδιά και την αντίστοιχη επιθυμία για σουβλάκια, ο δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά μας. Μετά τη Λαμία και ως τα πέριξ του Δομοκού, οι πολλές στροφές ήταν ένα εξαιρετικό ασφάλτινο ορεκτικό που σίγουρα μας έκανε να χαμογελάμε σαν τα «χαζοκόπελα» μέσα από τα κράνη.

Λίγο παραπάνω εγώ ίσως που είχα στα χέρια μου μια μοτοσυκλέτα που όσο γνωριζόμασταν ήταν λες και ήθελε να με κερδίσει. Τα όμορφα φυσικά τοπία συμπλήρωναν το σκηνικό του ταξιδιού που από την αρχή του δεν θέλαμε να τελειώσει. Με την πρώτη ευκαιρία σε κάποιο ΣΕΑ πριν τα Τρίκαλα σταματάμε. Οι πολλές και σύντομες στάσεις είναι απαραίτητες σε αυτές τις διαδρομές. Μερικές διατάσεις και λίγο νερό χρειάζονται, ώστε να αιματωθούν ξανά τα «πιασμένα» σημεία του σώματος αλλά και να αποκατασταθούν τα υγρά που έχεις χάσει. Εκεί έπεσε και ένα μικρό.. striptease, προκειμένου να βγάλω τις ισοθερμικές επενδύσεις και να μην οδηγώ μέσα σε σάουνα. Η συνέχεια του δρόμου ήταν αρκετά σβέλτη με φόντο τα απέραντα χωράφια που λέει και το τραγούδι. Κάπου εδώ ήταν και η στιγμή για το πρώτο απρόοπτο καθώς κάτι άρχισε να μου μυρίζει σαν να καίγεται. Οι αλωνιστικές μηχανές γύρω μας με έκαναν να μην αξιολογήσω και τόσο τη μυρωδιά, μιας και τίποτα δεν φαινόταν ανησυχητικό στις ενδείξεις της μοτοσυκλέτας.

Ανησυχητικό ήταν όμως ένα «τουκ-τουκ» που άρχισε να ακούγεται από το μπροστά μέρος του Τίγρη όποτε είχα έντονα φρένα. Ένα «τουκ-τουκ» που θύμιζε παρέμβαση ABS χωρίς ωστόσο κάποια αντίστοιχη ένδειξη. Τελικά με μια στάση στα Τρίκαλα το μυστήριο λύθηκε και όντως κάτι καιγόταν. Ήταν το διακοσμητικό ρύγχος που είχε κρεμάσει ακουμπώντας στον μπροστά τροχό όποτε τα φρένα βύθιζαν την ανάρτηση. Πιθανότερη αιτία η οδήγηση των προηγούμενων, χωμάτινων δοκιμαστών, που είχαν κακοποιήσει τις βάσεις του ρύγχους. Μετά από μια σύντομη σύσκεψη το ρύγχος ήταν παρελθόν. Η μοτοσυκλέτα είχε αρχίσει να παίρνει ένα πιο.. Dakar look και το ταξίδι θα συνεχιζόταν..

Πιπεριές Φλωρίνης

Η ηπειρωτική Ελλάδα έχει ομορφιές που δεν έχουμε συνηθίσει εμείς οι Κρητικοί. Όταν περνάς από τη Καλαμπάκα δε γίνεται να μη νιώσεις δέος κοιτώντας τα Μετέωρα. Δε γίνεται να μην ανοίξουν οι πνεύμονες σου έπειτα στα δάση που περιβάλλουν τα Γρεβενά. Εκεί, στον ποταμό Βενέτικο άρχισα να συνειδητοποιώ τι εστί φύση, με τα θερμά χρώματα του ηλιοβασιλέματος να μας δίνουν μια μορφή μελαγχολίας ή μάλλον λύπης. Κάπως έτσι περιγράφεται το συναίσθημα αφενός για τα καμένα αφετέρου για τους ανθρώπους που δε μπορούσαν να νιώσουν την ελευθερία της οδήγησης μέσα σε ένα τέτοιο κάδρο. Ετερόκλητες οι αφορμές, κοινό το συναίσθημα.  

Ενώ είχε πέσει η νύχτα και η Φλώρινα πλησίαζε (ή μάλλον εμείς πλησιάζαμε) η υγρασία των δέντρων έδινε την αίσθηση κρύου που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Όσο περνούσαμε σε ολοένα και πιο κατοικημένες περιοχές, οι σόμπες είχαν ανάψει, μύριζε ξύλο ή καλύτερα χωριό και το mood ήταν σταδιακά πιο οικείο. Αφού βρήκαμε ξενοδοχείο στη Φλώρινα, ήρθε και η ώρα να γίνουμε τουρίστες. Η πόλη της Φλώρινας ξεχωρίζει για την παράδοση που αποπνέει αλλά και για την απλότητα της. Συναντάς τα νεοκλασικά και πάλι η μελαγχολία ξαναγυρνά. Άλλου είδους αυτή τη φορά, ένα είδος μελαγχολίας που θα μας ακολουθούσε σε όλα μέρη που πήγαμε ειδικά στα νότια Βαλκάνια. Κάτι από περασμένα μεγαλεία, ή κάτι σε «θα μπορούσαν να είναι καλύτερα τα πράγματα».

Τελοσπάντων, αρκετά προς το παρόν με τα δακρύβρεχτα σχόλια. Η βόλτα στους πεζόδρομους  μας φανέρωσε πολλά μαγαζιά και καφετέριες και φυσικά μπόλικα ουζερί. Παρασκευή βράδυ ήταν και κυκλοφορούσε αρκετός κόσμος, χαλαροί όλοι ενώ εμείς ακόμα κρυώναμε και δεν είχαμε αποχωριστεί τα μπουφάν μας. «Φλώροι, να..»  θα σκέφτονταν οι ντόπιοι (σε ένα λογοπαίγνιο που δεν κρατήθηκα να μη γράψω) και μας κοίταζαν λίγο με την περιέργεια του ξένου. Όταν βρήκαμε και το κατάλληλο μεζεδοπωλείο, η όποια κούραση είχαμε μεταφράστηκε σε ανηλεή πείνα. «Ότι έχει ο κατάλογος από δυο φορές» είπαμε στον σερβιτόρο που κατάλαβε άμεσα πως δεν αστειευόμαστε. Τα τοπικά πιάτα χαρακτηρίζονται από πικάντικες προς καυτερές γεύσεις, με το μπούκοβο να έχει σχεδόν τη θέση του πιπεριού στο τραπέζι. Στη Φλώρινα είμαστε και δικαιολογημένα οι πιπεριές είχαν την τιμητική τους. Καταλαβαίνετε… Το επόμενο πρωί θα αποχαιρετούσαμε τη Φλώρινα αφού τη βλέπαμε αφ’υψηλού από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Πράσινο όσο βλέπει το μάτι και κόκκινο. Δέντρα και κεραμίδια.

All aboooard   

Η Φλώρινα θα ήταν η τελευταία μας στάση πριν περάσουμε τα σύνορα. Σειρά θα είχαν τα Σκόπια από τα οποία περάσαμε εν τάχει μιας και βασικός προορισμός της μέρας ήταν η Nis της Σερβίας. Κάπου εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ταξιδιού μας. Ένα πρώτο μέρος εισαγωγικό θα έλεγε κανείς, σε σχέση με όσα θα ακολουθούσαν, απαραίτητο όμως για την ιστορία μας.

Συνεχίζεται..

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης