Ο μεγάλος Γκάτσος στο άσμα «Ο Γιάννης ο φονιάς» περιγράφει ποιητικά την αμηχανία της κοινωνίας μπροστά σε ένα φονιά: «του βγάλανε γλυκό, του βγάλανε και μέντα, μα για το φονικό δεν είπανε κουβέντα»…Αντίθετα στην κοινωνία της μεγάλης αδελφής και των μικρών αντιγράφων της, των κοινωνικών δικτύων, είπαμε πολλές κουβέντες για τα φονικά των τελευταίων μηνών με θύματα γυναίκες.

Κήνσορες και θεράποντες της υποκρισίας και της άγνοιας έπεσαν σα μοιρολογίστρες να καταγγείλουν τις γυναικοκτονίες με λόγο εισαγγελικό. Θυμήθηκαν την αταξική κοινωνία, την εποχή των κομμουνάρων και τα φεμινιστικά κινήματα, που αιώνες τώρα, από την εποχή των Αμαζόνων και των Κάβυλων, δε μπόρεσαν να σταματήσουν τους αναίτιους και παράλογους (σύμφωνα με τον θείο Αριστοτέλη) φόνους ανδρών και  γυναικών, που ειρήσθω εν παρόδω ήταν μέγας σεξιστής, αφού άνθρωπο θεωρούσε τον άνδρα και όχι την γυναίκα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Θυμήθηκαν επίσης τα χριστιανικά τσιτάτα «αγαπάτε αλλήλους» και κάποιοι πιο διανοούμενοι το «η αγάπη τα πάντα ορεί και τα πάντα συγχωρεί», ξεχνώντας ή αγνοώντας, δεν έχει σημασία, πως ο άνθρωπος είναι μια φονική μηχανή που σκοτώνει όχι για να φάει, αλλά γιατί αγαπά, ζηλεύει, φθονεί και μισεί ταυτόχρονα. Το μίσος από την αγάπη απέχει ελάχιστα ανατομικά στην υπόφυση του εγκεφάλου και έχουν σαν ταχυδρόμο την ίδια ουσία, τη ντοπαμίνη. Αυτά τα δυο συναισθήματα (μίσος και αγάπη) είναι φυσιολογικά στον φυσικό άνθρωπο ∙ παθολογική είναι η αδιαφορία που οδηγεί στον θάνατο από κατάθλιψη.

Οι κοινωνίες εξάλλου εδώ και αιώνες, γνωρίζοντας αυτή την άγρια φύση του ανθρώπου, κατασκεύασαν θεσμούς, αστυνομίες και φυλακές για να τρομάζουν και να τιμωρούν. Οι δέκα εντολές του Μωυσέως δεν γράφτηκαν για αρειανούς, αλλά για το ανθρώπινο είδος που ξέρουμε μέχρι σήμερα.

Τα άρρενα παιδιά η μάνα, μητριά και Μήδεια συγχρόνως (ποια γυναίκα δε μίσησε τον άρρενα άπιστο σύντροφο της;)τα μεγαλώνει για να εκδικηθούν τον φόνο μιας θηλυκότητας που υποχρεωτικά εγκατέλειψε μέσα στα «ιερά» δεσμά του γάμου για μια μητρότητα με βούλα ανδρική όπου η ίδια επιζητούσε και επιζητεί αιώνες τώρα να επιβεβαιωθεί ως αγία, κυρία και ιδιοκτήτρια του οίκου, αφήνοντας τον επιπόλαιο Θησέα να αρμέγει οργασμούς από το χαρέμι που τον περιτριγυρίζει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η φράση «όλες είναι πουτάνες πλην της μητρός» έχει γραφτεί γενετικά, επιγενετικά και κοινωνικά έτσι, που μόνο μια νυφούλα χρυσή που βγαίνει από το σπίτι της να πάει στην εκκλησία μπορεί ανυψωθεί στο βάθρο της τιμιότητας ∙πάντα με συνοδεία πατρική, από τον κύρη στον επόμενο κύρη και αφεντικό της, σε μια φυλακή ντυμένη με χρυσούς χιτώνες που θα κλειστεί για μια ζωή χωρίς τους χυμούς του έρωτα και των οργασμών που θα θυσιαστούν στον βωμό της Αγίας Οικογένειας, εκεί που οι αμαρτίες ονομάζονται αρετές…

Το σεξ στον γάμο ντύθηκε με προγαμιαίο σύμβολο αναπαραγωγικής αθωότητας και οι εκκλησίες το αθώωσαν, αφού η τεκνογονία έχει θεϊκή βούλα και ας ρίχνεται η γυναίκα στη μοιρασιά: ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα αφήνουν τη γυναίκα έξω από τις θεϊκές ιδιότητες, όπου στα δυο άρρενα (Πατήρ, Υιός) και το ουδέτερο(Άγιο Πνεύμα) το θήλυ περισσεύει, για να δαιμονοποιηθεί από όλα τα καθεστώτα, θρησκευτικά και κοινωνικά. Αυτή η ιδιοφυής σύλληψη των εξουσιών εντός του γήινου κόσμου δυστυχώς επικρατεί με την ευλογία και των γυναικών, που αποδέχτηκαν πως η μητρότητα τους αρκεί και ας συνοδεύεται από ξύλο όταν η βροντερή φωνή του αφέντη δεν αρκείται στην λεκτική βία, αλλά συνοδεύεται και από ξυλοδαρμούς.

Η οικογενειακή βία είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία που την χρεώνουν βέβαια στα άρρενα, ενώ τα θήλεα την ερμηνεύουν ενίοτε και ως δείγμα πάθους και αγάπης των συντρόφων τους και πολλές φορές την προτιμούν από την αδιαφορία και την απιστία που την συνοδεύει.

Ο φόνος, ο φόβος και ο έρως είναι παιδιά της ανθρώπινης φύσης που δεν έχουν αναπαραγωγική, ούτε επιβιωτική λογική από δαρβινική άποψη, αλλά ούτε και από θεϊκή, για όσους ακόμα πιστεύουν σε θαύματα, παραδείσους, κολάσεις και μεταθανάτιες ευτυχίες. Όλοι μας, παιδιά του βίαιου πολιτισμού που γεννιέται από την βία και αναπαράγεται ως φυσική τάξη, ενώ δεν είναι παρά μια αφύσικη κοινωνική ιεράρχηση που επιβάλλεται έτσι που όλοι να νιώθουν κυνηγημένοι και πάσχοντες από σύνδρομα καταδίωξης, τα οποία γεννούν στη συνέχεια τον φασισμό  ως μοναδικό πρότυπο ανδρισμού και φόνου του θηλυκού που υποσημαίνει την παθητικότητα και την τρυφερότητα της ανθρώπινης φύσης.

Ο φόνος δεν γίνεται για την επιβίωση, ούτε για την τροφή όπως στα ζωα∙ αντίθετα γίνεται για λόγους κυριαρχίας και μιας ηδονής που παράγεται όταν ο κοινός άνθρωπος αφαιρεί την ζωή που μόνο η θεϊκή φύση θα γεννούσε, νιώθοντας έτσι Προμηθέας και Δίας ταυτόχρονα.

Ο θύμος αδένας παράγει ουσίες ναρκωτικές, μεθυστικές, που παραμορφώνουν την πραγματικότητα όπως συμβαίνει και με τον έρωτα, που γίνεται μια ψύχωση για το μοναδικό άλλον ή άλλη, και ας μην έχουν τίποτα διαφορετικό από χίλιους κοινούς θνητούς που δεν ερωτευτήκαμε. Ο φόνος, ο φόβος και η επιθυμία για έρωτα εδράζονται σε μια μικρή περιοχή της υπόφυσης ελάχιστων χιλιοστών, που μπερδεύουν τον εγκέφαλο ώστε να περνά εύκολα από την υπερβολική αγάπη και επιθυμία στην θανατηφόρα φονική διάθεση που κρύβει το μίσος για τον άλλο. Ο άνθρωπος μονάδα δεν σκοτώνει από λογική ∙ αντιθέτως οι ομάδες και τα κράτη για να επικρατήσουν σχεδιάζουν φόνους με ψυχρή λογική, μαζικά και σαδιστικά, πολλές φορές απλά για να τρομοκρατήσουν τους εχθρούς.

Η μηχανή θανάτου και φόνου(συνήθως με ανδρική ταυτότητα) είναι δημιούργημα των φυσικών ενστίκτων από τη μια, και της συμβολικής κυριαρχίας της αρρενωπότητας από την άλλη όπως κατασκευάστηκε αιώνες τώρα σε όλους τους πολιτισμούς, με πηγή όμως πρωταρχική την θηλυκή εξουσία που το γεννά και το αναπαράγει με πρότυπα ανδροπρέπειας, για να ικανοποιήσει το μεγάλο άρρεν, πατέρα της, σύντροφό της, εραστή της και βασανιστή. Η μητέρα του Αχιλλέα τον έστειλε στην Τροία να σκοτώσει και να σκοτωθεί για να γίνει ημίθεος και όχι ένας απλός οικογενειάρχης στην Λάρισα.

Η συμβολική κυριαρχία της αρρενωπότητας ταυτίζεται απόλυτα με τα κοινωνικά στερεότυπα, όπου το άρρεν ή θα είναι ένας Ηρακλής για να επιβιώσει, ή θα καταλήξει μια κραγμένη καρικατούρα της θηλυκότητας ως αδελφή και sissyboy.Το«φέρσου σαν άνδρας» δεν έχει το αντώνυμό του «φέρσου σαν γυναίκα» ∙έτσι το άρρεν θα διανύει μια μοναχικήillusioπως τα αρσενικά πρέπει να δέρνουν και να σκοτώνουν. Αυτή η κατασκευασμένη αρρενωπότητα τρέφεται με το μίσος μιας μητρότητας που εξόρισε τη θηλυκότητα από την ζωή της για να ικανοποιήσει την συμβολική υποταγή της στα περιθώρια του κοινωνικού βίου, με το τρίπτυχο νοικοκυρά, μητέρα και ωραιοπαθής γεροντοκόρη όταν τα δυο πρώτα κάνουν τον κύκλο τους.

Μέσα στην δοτή αυτή εξουσία του ανδρισμού οι ίδιες υποτάχθηκαν χωρίς βία, αναγνωρίζοντας την κοινωνική τάξη ως φυσική και αδιαπραγμάτευτη μέσω του μεταφυσικού τρόπο σκέψης που έχτισε ο ρομαντισμός και η πλατωνική σκέψη εδώ και αιώνες, δικαιολογώντας μια ανώμαλη και  αφύσικη ιεράρχηση των φύλων ως κοινωνικές κατασκευές, με πατέντα όμως θεϊκή. Όταν οι άνθρωποι σκότωσαν τον θεό που είχαν μέσα τους έγιναν δαίμονες, δικαστές των άλλων, ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους αθώο από το βασικό ένστικτο του φόνου του διαφορετικού, άρα και του θηλυκού.

Η υπνωτιστική εξουσία μιας κυριαρχίας συμβολικής με αρσενικό πρόσημοκατέστησε την κοινωνία έναν τόπο συνωμοσίας που εξαφανίζει τον αδελφό και στην θέση του τοποθετεί ένα άρρεν με βροντερή φωνή, το οποίο χαράσσει με κιμωλία στο έδαφος όπου τα ανθρώπινα πλάσματα είναι καθηλωμένα, άκαμπτα, διαχωρισμένα και τεχνητά. Αυτά είναι τα άρρενα παιδιά μιας φοβερής μητέρας που τα εξοπλίζει με μίσος απέναντι στις αδελφές της για να πάρει εκδίκηση από τον πατέρα-αφέντη που την έκλεισε στο οικογενειακό αρχοντικό, μέσα σε χρυσάφια και χιτώνες, όπου η θηλυκότητα τιμωρείται με μια μητρότητα που δεν θέλησε ποτέ.

Ένας θάνατος επί του πιεστηρίου και επιτέλους το θέαμα αρχίζει: Η τραγωδία είναι το απεριτίφ στην καθημερινή θανατηφόρα μοναξιά της εντοιχισμένης ευτυχίας των ανθρώπων που ζουν την διπροσωπία της φύσης τους, όπου η αρετή τους βοηθά να καταπιέζουν και η ταπεινότητα να λάμπουν για να κυριαρχούν. Με όπλο την φωναχτή ηθικολογία, όλοι περνούν στην πλευρά της αθωότητας και οι θρησκείες και οι κοινωνίες απατώνται όταν απειλούν με τις εντολές τους. Οι θεοί δεν είναι απαραίτητοι για την δημιουργία ενοχής, ούτε οι αστυνομίες για τις τιμωρίες. Εμείς και οι συνάνθρωποί μας είμαστε ήδη αρκετοί για τον φόβο που δημιουργούμε στους άλλους με την κρίση μας. Υπάρχουν πάντα λόγοι για την δολοφονία ενός ανθρώπου∙ αντίθετα είναι αδύνατο να δικαιολογήσει κανείς γιατί ζει, γι’ αυτό και τα εγκλήματα βρίσκουν πάντα δικηγόρους, ενώ η αθωότητα μόνο κάποιες φορές.

Αφού εύκολα γινόμαστε όλοι μας δικαστές, είμαστε και όλοι ένοχοι ενώπιον όλων ∙ όλοι Χριστοί και όλοι Εσταυρωμένοι μέσα στην άγνοια της ανθρώπινης φύσης που μας χαρίζει την βία, το μίσος και την αγάπη μέσα στα ίδια μονοπάτια του έλλογου μας εαυτού, που συγκατοικεί με το κτήνος σε αρμονία μέχρι να γίνει μια παμφάγα μηχανή επιθυμιών για όλα και για όλους. Αυτός ο παμφάγος άγριος, στολισμένος με φτερά, απολαμβάνει τις ύποπτες χαρές της εξουσίας και της κυριαρχίας αφήνοντας τις γυναίκες στον γυναικωνίτη, όπου οι θρησκείες νομιμοποιούν την βία σαν φυσική τάξη στερώντας όλα τα προνόμια απότην γυναίκα, αφήνοντας στην θέση τους τις δέκα εντολές της αποκτήνωσης μιας επιθυμίας χωρίς χυμούς, αποξηραμένης όπως οι καρποί  στον ήλιο του θέρους.

Αφού δε θα μπορέσουμε να καταδικάσουμε τους άλλους για αυτό το διαρκές έγκλημα, και χωρίς να κρίνουμε τους εαυτούς μας, θα’ πρεπε και εμείς να φορτωθούμε τις ενοχές αυτής της συλλογικής πλάνης ώστε να μπορέσουμε να κρίνουμε αλλά και να κριθούμε… Γιατί όπως θα’ λεγε και ο Δον Κιχώτης, «δεν είναι ταιριαστό στους καθώς πρέπει ανθρώπους να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων χωρίς να κρίνουν πρώτα τις δικές τους»…

Κωνσταντίνος  Κωνσταντινίδης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης