Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπορείς να τους φανταστείς καν νεκρούς, τόση είναι η ζωντάνια που εκπέμπουν όσο ζουν και δρουν. ‘Ένας από αυτούς ήταν κι ο φίλος μου Τζουλιέτο Κιέζα, δημοσιογράφος, συγγραφέας πολλών βιβλίων (ένα, το «Ρωσία Αντίο», έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τον Καστανιώτη), πολιτικός και ευρωβουλευτής, ανταποκριτής της εφημερίδας του Ιταλικού ΚΚ στη Μόσχα της Περεστρόικα, μεγάλος φίλος της Ρωσίας και μεγάλος εχθρός του ΝΑΤΟ και των πολεμοχαρών σχεδίων του, αγωνιστής σε όλη του τη ζωή για έναν καλύτερο κόσμο, μια ξεχωριστή φιγούρα της ιταλικής δημοσιογραφίας και πολιτικής κι ένας πολύ ζεστός, «ανθρώπινος» άνθρωπος, που προδόθηκε την περασμένη Κυριακή από την καρδιά του.

«Τζουλιέτο αντίο, η Ιταλία σου χρωστάει πολλά», ήταν το συγκινητικό μήνυμα ενός αναγνώστη του. Οι άνθρωποι νοιώθουν από ένστικτο ότι αόρατες εξουσίες τους διαφεντεύουν και ελπίζουν ότι άνθρωποι ξεχωριστοί και με μια τόσο σπάνια δόση «κοινωνικής ηθικής» και ιδεαλισμού, όπως ο Κιέζα, ίσως τους βοηθήσουν να ξεμπερδέψουν λίγο τα απειλητικά κουβάρια που τους περιτριγυρίζουν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κριτικός παρατηρητής του κοινωνικού και διεθνούς γίγνεσθαι, ο Τζουλιέτο έθετε κατά την πρόσφατη κρίση τα αναπόφευκτα ερωτήματα της «κορονο-κρίσης» που έπληξε τόσο σκληρά τη χώρα του. Είναι προϊόν φυσικής μετάλλαξης, διαταραχής της σχέσης μας με τη φύση ή εργαστηρίου αυτός ο ιός; Τι θα γίνει με την οικονομία; Πως θα ζήσουν οι άνθρωποι; Τι θα γίνει με τα εργαλεία μιας παγκόσμιας δικτατορίας που χτίζονται με την επίκληση των υγειονομικών αναγκών; Κανείς σοβαρός, σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί τη βασιμότητά τους, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να δηλώνει βέβαιος για τις απαντήσεις.  

Ο Τζουλιέτο ήταν μαζί μας σε ένα μεγάλο συνέδριο για την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση το 2015, στους Δελφούς. Από το κέντρο του αρχαίου κόσμου απηύθυνε  μια παθιασμένη έκκληση να σταματήσουμε τον πόλεμο που οργανώνουν οι εξτρεμιστικές δυνάμεις της Δύσης, γιατί δεν μπορούν να αποδεχθούν την άνοδο της Κίνας και των BRICS, ούτε και την επάνοδο της Ρωσίας του Πούτιν στην παγκόσμια σκηνή, μόνης δύναμης, κατά την άποψή του, που μπορεί να σταματήσει και να αποτρέψει το αμερικανικό «Κόμμα του Πολέμου». Ο Τζουλιέτο υποστήριξε πολύ ένθερμα και την Ελλάδα απέναντι στους δανειστές συνυπογράφοντας την σχετική έκκληση που εξεδόθη στα τέλη του συνεδρίου

(http://www.konstantakopoulos.gr/5393/h-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%b7%cf%81%cf%85%ce%be%ce%b7-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b4%ce%b5%ce%bb%cf%86%cf%89%ce%bd-%e2%80%95-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b1%ce%b4%ce%b1).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη Μόσχα του Γκορμπατσώφ και της περεστρόικα (που έγινε «καταστρόικα»)

Με τον Τζουλιέτο Κιέζα έτυχε να συμπέσουμε στη σοβιετική και μετέπειτα ρωσική πρωτεύουσα, αμφότεροι ξένοι ανταποκριτές εκεί, την εποχή της Περεστρόικα. Τότε, τα μεγάλα δυτικά μέσα είχαν στείλει τους ικανότερους δημοσιογράφους τους να παρακολουθήσουν το Μεγάλο Παιχνίδι που, στην εξέλιξή του, έκρινε τη μορφή του πλανήτη για πολλές δεκαετίες.

 Ήταν μια «τρελή» εποχή. ‘Έπρεπε να αρχίζεις κάθε ανταπόκριση με τις λέξεις «για πρώτη φορά», έβλεπες να παρελαύνουν κάθε τόσο, από την αίθουσα συνεντεύξεων του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, οι ηγέτες και Υπουργοί Εξωτερικών όλων των μεγάλων δυνάμεων και να προσπαθείς να εξηγείς σε διευθυντές και αρχισυντάκτες αυτό που γινόταν και κανείς δεν το καταλάβαινε εντελώς. ‘Έπρεπε να πηγαίνεις δύο ώρες πριν στις συνεντεύξεις των μελών του Πολιτικού Γραφείου για να έμπαινες στην αίθουσα. Δεν προλάβαινες να τελειώσεις το άρθρο και είχε ήδη  παλιώσει.  

Γρήγορα βέβαια η περιδίνηση θα τελείωνε με την κατάρρευση της μεταρρύθμισης αλλά και της ίδιας της ΕΣΣΔ, κατάρρευση που θα συμπαρέσυρε και τα κόμματα του «ευρωκομμουνισμού». Το τέλος της ιστορίας ήρθε, συμβολικά, με την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο τον Δεκέμβριο του 1991 και με τον κανονιοβολισμό, 22 μήνες αργότερα, από τον Γέλτσιν, του ρωσικού κοινοβουλίου, σε ζωντανή μετάδοση από το CNN, εν είδη μεταμοντέρνου Κολοσσαίου, υπό τις ενθουσιώδεις επευφημίες του δυτικού κόσμου, ώστε να ανοίξει ο δρόμος των ιδιωτικοποιήσεων μιας τεράστιας οικονομίας έναντι πινακίου φακής – της μεγαλύτερης λεηλασίας σε όλη την παγκόσμια ιστορία. 

Η σοβιετική κατάρρευση υπήρξε το συμβολικό τέλος του «μικρού αιώνα» των «πολέμων και επαναστάσεων» (Χομπσμπάουμ), άφησε τους πάντες αμήχανους και ανήμπορους να την εξηγήσουν, εγκαινιάζοντας, όχι το «τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, αλλά μάλλον έναν «αιώνα τεράτων και καταστροφών», που ένας Θεός ξέρει που θα μας βγάλει!

Τον Τζουλιέτο, παλιό γραμματέα της ιταλικής Κομμουνιστικής Νεολαίας, τον έστειλε στη Μόσχα ο ίδιος ο Μπερλίγκουερ, ηγέτης του ιταλικού ΚΚ και του «ευρωκομουνισμού», μαζί με τους Μαρσαί και Καρίγιο. «Γράφε ότι θέλεις» ήταν η οδηγία που του έδωσε. Βέβαια ο Κιέζα ήταν πάντα σχετικά προσεκτικός. Δεν έπαυε να έχει ανδρωθεί σε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με ότι αυτό συνεπαγόταν. Κάπου – κάπου όμως ξάφνιαζε και τους συνομιλητές του, όπως μια μέρα που είπε, καλεσμένος σε μια εκπομπή της σοβιετικής τηλεόρασης: «Δεν έχω συναντήσει ούτε έναν κομμουνιστή στη Σοβιετική ‘Ένωση».

Κομμουνισμός χωρίς κομμουνιστές!

Πράγματι, δεν υπήρχαν κομμουνιστές στην ΕΣΣΔ. Τους αυθεντικούς κομμουνιστές (περιλαμβανομένων όλων των ηγετών των Μπολσεβίκων και της Επανάστασης) τους εξόντωσε σε μια χωρίς προηγούμενο μαζική, ανελέητη σφαγή, από το 1936 έως το 1939, ως «αντεπαναστάτες», «πράκτορες» και «προβοκάτορες» ο Στάλιν. Φυσικά υπήρχαν ακόμα πολλοί άνθρωποι που πίστευαν στον κομμουνισμό. ‘Ίσως  να ήταν και η πλειοψηφία των Σοβιετικών πολιτών, ίσως ήταν και η πλειοψηφία της σοβιετικής ηγεσίας μέχρι την άνοδο Γκορμπατσώφ (όχι όμως η πλειοψηφία του μηχανισμού, του φοβερού απαράτ της Κεντρικής Επιτροπής που διοικούσε πραγματικά τη χώρα και το οποίο ήταν ίσως η πιο αντικομμουνιστική δομή στην ΕΣΣΔ).

Αλλά αυτοί ήταν κομμουνιστές με την έννοια του συντηρητικού πολίτη που υποστηρίζει τη χώρα του, του διοικητικού στελέχους, που ξέρει να εφαρμόζει τις εντολές και να κάνει τους άλλους να υπακούνε, ή του πιστού μιας θρησκείας. Η «επίσημη» ιδεολογία αυτών των ανθρώπων ήταν θεωρητικά επαναστατική, ο χαρακτήρας τους όμως στον αντίποδα επαναστατών, ανθρώπων δηλαδή που σκεφτόντουσαν και ενεργούσαν με το δικό τους μυαλό και τη δική τους βούληση. Χώρια και η «διπλή συνείδηση» που συχνά τους χαρακτήριζε – μάθαινες τι πραγματικά πίστευαν μόνο στο σπίτι τους και μόνο όταν άνοιγε το δεύτερο ή το τρίτο μπουκάλι βότκα. Αυτοί οι «κομμουνιστές» δεν είχαν ασφαλώς κανένα κοινό σημείο με τους Ιακωβίνους ή με τους Μπολσεβίκους, είχαν αντίθετα με τους γραφειοκράτες που στην περιγραφή τους είναι αφιερωμένα τα τέσσερα πέμπτα της ρωσικής λογοτεχνίας. Η σιδηρά σοβιετική πειθαρχία συγκάλυπτε κι εδώ την εκρηκτική αντίθεση μιας χώρας με ψυχολογία βαθύτατα συντηρητική και κρατική ιδεολογία ακραία επαναστατική!

Το σοβιετικό καθεστώς είχε απαγορεύσει την ίδια την έννοια της πολιτικής και θεωρούσε αδιανόητες τις αντιθέσεις. Κατ’ ουσίαν ήταν ένα «στρατιωτικό» σύστημα υπερσυγκεντρωτικής διοίκησης δι‘ εντολών. Θυμάμαι μια μέρα, ερευνώντας τα αρχεία που μισοάνοιξαν μετά την κατάρρευση, βρήκα μια απόφαση της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΣΕ που επέτρεπε να δοθεί ένα αυτοκίνητο στην κομματική οργάνωση του ΚΚΕ στην Τασκένδη. Για ένα τέτοιο ολότελα ασήμαντο ζήτημα είχε ασχοληθεί το ίδιο το κέντρο του νευρικού συστήματος μιας υπερδύναμης!

Φυσικά, ένα καθεστώς τόσο άκαμπτο, ήταν εν τέλει πολύ πιθανό να αποδεικνυόταν και πολύ πιο τρωτό, όπως και έγινε, επιβεβαιώνοντας την διάγνωση του Αλέξις ντε Τοκβίλ στο κλασικό βιβλίο του για τη Γαλλία «Το παληό καθεστώς και η Επανάσταση». Το τόσο «ισχυρό Κράτος» δεν ήταν παρά το προσωπείο μιας «αδύναμης Κοινωνίας», που δεν υπερασπίστηκε στο τέλος καμιά από τις σπουδαίες κοινωνικές και πολιτιστικές κατακτήσεις της, ούτε φυσικά το κράτος της.  

Ο Γκορμπατσώφ και η τραγωδία

Ως απεσταλμένος της εφημερίδας του ισχυρότερου ΚΚ της Δύσης, ο Τζουλιέτο είχε πρόσβαση σε χώρους που δεν είχε κανείς άλλος δυτικός στη Μόσχα και ανέπτυξε προσωπική φιλία με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και με τη γυναίκα του Ραίσα, φιλία που διατήρησε και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και όταν γύρισε στην Ιταλία. Είχε πέσει πια το καθεστώς, ο Γκορμπατσώφ σκεφτόταν να βάλει υποψηφιότητα  στις εκλογές και ο Κιέζα οργάνωσε μια συγκέντρωση με ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι του για να συζητηθεί αυτό το θέμα. Δίπλα στον σύζυγό της, η Ραίσα μας εκλιπαρούσε με το βλέμμα της να τον αποτρέψουμε να κατέβει στις εκλογές, να τον «συνεφέρουν». Αλλά ο Γκορμπατσώφ ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να αποδεχθεί την τραγική πραγματικότητα – ότι δηλαδή είχε διαλύσει την ΕΣΣΔ και ότι τον απεχθάνονταν όλοι. Οι μεν «Δημοκράτες» είχαν πάρει αυτό που ήθελαν και δεν τον χρειάζονταν άλλο, οι δε «νοσταλγοί» θεωρούσαν ότι πρόδωσε την ιδεολογία, το κόμμα και τη χώρα του.

Κατέβηκε τελικά και πήρε γύρω στο 1%. Η Ιστορία τον «τιμώρησε» κάνοντάς τον μη πολιτικό και βάζοντάς τον να διαφημίζει Πίτσα Χατ για να πληρώσει τους συνεργάτες του Ιδρύματός του (κάτι που αντανακλά βέβαια και τον τιποτένιο χαρακτήρα του Γέλτσιν που τον διαδέχθηκε). Η Ραίσα, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο όπως φαίνεται, ενθαρρύνοντας τον σύζυγό της στις άστοχες μεταρρυθμίσεις του, κατάλαβε, τι συνέβη, και ποια ήταν η τρομακτική τους ευθύνη. ‘Ίσως ήταν αυτό το φορτίο που δεν άντεξε, φεύγοντας ήδη από το 1996.    

Ο Τζουλιέτο δεν είχε εν τέλει, παρά τη φιλία του με τον Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, άλλη δυνατότητα από το να αναγνωρίσει την έκταση της ιστορικής καταστροφής που σημειώθηκε, όχι γιατί έφυγε από τη μέση το σοβιετικό καθεστώς, αλλά εξαιτίας του τρόπου που έγινε αυτό και προς την κατεύθυνση που έγινε. Παρόλο που δεν ήθελε να καταλογίσει 100% τις ευθύνες του Γκορμπατσώφ, που εκπροσωπούσε άλλωστε, ουσιαστικά, το ίδιο ρεύμα με τους ευρωκομουνιστές, μια ιδιόμορφη σοσιαλδημοκρατία δηλαδή, γεννημένη στους κόλπους του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Μια σοσιαλδημοκρατία που ήθελε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό με τον Δυτικό Καπιταλισμό, συμβιβασμό που δεν ήθελε όμως ο τελευταίος. «’Όλοι κάνουμε λάθη, είναι αναπόφευκτο», περιοριζόταν να μου απαντά όταν του υπενθύμιζα τις ιστορικές ευθύνες του πρώην Γενικού Γραμματέα και φίλου του.

Ακούραστος μαχητής

Επιστρέφοντας στην Ιταλία μετά δύο δεκαετίες στη Μόσχα, ο Κιέζα δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Βγήκε ευρωβουλευτής με τη λίστα του Ντι Πιέτρο, με τον οποίο όμως διαφώνησε στη συνέχεια, ανακατεύτηκε σε σειρά πολιτικών και κινήσεων διανοουμένων, ενώ υπήρξε εξαιρετικά δραστήριος στην αντιπαράθεσή του προς τον αμερικανικό Ιμπεριαλισμό. Πίστευε ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί είχαν κάνει την 11η Σεπτεμβρίου ώστε να προχωρήσουν την ατζέντα τους στη Μέση Ανατολή, ενώ θεωρούσε τα γεγονότα της Ουκρανίας ως μια μεγάλη προβοκάτσια εναντίον της Ρωσίας, με σκοπό να καταστρέψει τις σχέσεις της Ευρώπης με τη Μόσχα και να στρατολογήσει τους Ευρωπαίους στον ψυχρό, αν όχι και θερμό νέο Πόλεμο που ετοίμαζε η Ουάσιγκτον. Λίγο πριν την τελευταία καραντίνα, βγήκε στους δρόμους να διαδηλώνει για την ελευθερία του Ασάνζ, την απελευθέρωση του οποίου ζήτησε και με την τελευταία δημόσια διαδικτυακή παρέμβασή του.

Μερικές φορές μου έλεγε  «μη μιλάς για την αριστερά». ‘Ήθελε να συγκροτηθεί μια πανευρωπαϊκή συμμαχία εναντίον του ΝΑΤΟ και του πολέμου, από όλες τις δυνάμεις που συμφωνούσαν, από όπου κι αν προέρχονταν. Κι εδώ που τα λέμε, πως να του αρνηθεί κανείς ότι είχε και κάποιο δίκιο, βλέποντας το χάλι των λεγόμενων αριστερών σήμερα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Παρόλο που μέσα μου του το αναγνώριζα, παρόλο που κι εγώ έπιανα τον εαυτό μου να αναρωτιέμαι μήπως η σημερινή αριστερά δεν  είναι παρά το φως ενός άστρου που έσβησε, του έλεγα ότι οφείλουμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην αριστερά που χρειαζόμαστε και δεν έχουμε και σε αυτήν που έχουμε και δεν χρειαζόμαστε. Και ότι πρέπει επίσης να  προσέχουμε η απελπισία και η απογοήτευση να μη μας σπρώχνει σε λύσεις που δεν είναι. Με τον Τζουλιέτο, όπως και με πολλούς άλλους φίλους διεθνώς, συχνά διαφωνούσαμε στην εκτίμηση για τον χαρακτήρα των δυνάμεων που κρύφτηκαν πίσω από τον Τραμπ, παριστάνοντας δήθεν τους «επαναστάτες» κατά του «συστήματος».

Πριν από δυο καλοκαίρια, φιλοξενούμενος στο εξοχικό του στην Αντίπαρο, δεν άντεξα μια ακόμα διάλεξή του για την ανάγκη «υπέρβασης» της αριστεράς και της δεξιάς, γύρισα και του είπα  χαμογελώντας: «Μα Τζουλιέττο, κομμουνιστής είσαι».

Είχα δίκιο και δεν μπορούσε φυσικά να αρνηθεί την ταυτότητά του. Με κοίταξε, σκέφτηκε δύο δευτερόλεπτα, και μου είπε χαμογελώντας, σαν το παιδί που κατάλαβαν το παιχνίδι του, «Ναι, είμαι κομμουνιστής»!

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης