Ελευθέριος Ανευλαβής

Αφιονισμένοι, ο εγχώριος ελληναράς κι ελληναρού, και οι εξωχώριοι τουρίστες, του «ότι φάμε ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας», κορδακίζουν, ο ένας πάνω στον άλλον, «πατείς με πατώ σε»,στα ασφυκτικά γεμάτα μπιτσόμπαρα των νησιών και αλλαχού, αρχιδογράφοντας. κάθε μέτρο προφύλαξης για τη νόσο COVID-19.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κορδακίζει: Αισχρά ορχείται (χορεύει).  «Σούδα Λεξικόν» (Εκδότης: Οδυσσέας Χατζόπουλος. 2004)

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Είμαι έτοιμος λοιπόν να τον κουνάω

 προθυμοῦμαί γε σαυλοπρωκτιᾶν»

(Αριστοφάνους «Σφήκαι» 1173)

Σαυλοπρωκτιάν < Σαυλοπρωκτιάω: περιπατώ σείων εδώ κι εκεί τα  οπίσθια, σαλεύειν τον πρωκτόν. Σαυλόομαι: ορχούμαι μετά προσποιήσεως, θηλυπρεπώς (HenryLiddell- RobertScott. Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. (Εκδοτικός Οίκος Ι. Σιδέρης 2001)

«Κι’ εγώ έβγαλα φουσκάλες

κι ο κώλος μου είναι ιδρωμένος πάλι,

αν σκύψω θα πει

— βρεκεκέξ κοα νοάξ

Εγώ δε φλυκταίνας γ’ έχω

χω πρωκτό ιδίει πάλαι

κατ’ αυτίκ’ εκκύψας ερεί

— βρεκεκέξ κοαξ κοάξ»

(Αριστοφάνους  Βάτραχοι: 236-239)

Η ξέκωλη διασκέδαση, (διασκέδαση: εκ του  αρχ. σκεδάννυμι: σκορπίζω, διασκορπίζω, θραύω),με το αλκοόλ και τη «ντόπα»  ως καύσιμο κεφιού για τους «κενόκρανους» κουφιοκεφαλάκηδες, ουδεμία σχέση έχει με την ψυχαγωγία και την αναψυχή. Ξέσπασμα καταπιεσμένων ορμών είναι και άσεμνη επιδειξιομανία.

Η  καλλίπυγος (πυγή: οπίσθια, κοινώς κώλος) τουρίστρια  του παγωμένου Βορά, και η εγχώρια, επίσης, θέλει να ζήσει κι αυτή τον μύθο της, ως πυγολαμπίς(κωλοφωτιά), χρυσόκολος, τουτέστιν χρυσοστόλιστος χρυσοκάνθαρος

Οι νήπιοι σαλτιμπάγκοι του μαζοχυλού, είτε κότερο διαθέτουν και «πλούτον τύχης έμετον» (Μόνιμος ο Κυνικός), είτε παπάκι ντελιβερά,  στο μπητσόμπαρο του νησιού θα πάνε.

«Είναι μάστ, είναι ιν»,λένε σε άπταιστα γκρίκλις γρυλίσματα, και ευελπιστούν πως ίσως τους  δείξει το «ρεπορτάζ των πυγών», (προσοχή με «υ»),  κάποιου δελτίου των ειδήσεων, στη γυάλινη τηλεπαραμύθα

Μην παίρνετε ναρκωτικά με την TV μαστουρώνεις καλύτερα»

Ο ελληναράς στην ξέφρενη διασκέδαση,κωλοχτύπημα στο μίξερ του DJ, με τα ξενόφερτα φύκια, που του πούλησαν, για μεταξωτές κορδέλες, είναι ξενιτεμένος, μέσα στην ίδια του τη χώρα, ένοικος κι αυτός του τουριστικού πανδοχείου (παντός δοχείο)  «Η Ελλάς.»

Έτσι κατήντησαν τη Χώρα, οι χαλασοχώρηδες, οι «ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι τυφλοί κυβερνήτες» (Σεφέρης), που την  έδωσαν αντιπαροχή, για μια γκαρσονιέρα στις Βρυξέλλες.

Στα θύελλα της παγκοσμιοποίησης, που έριξαν τους ανθρώπους οι Πλανητάρχιδες (με «ι», μετά άνευ συγχωρήσεως),  και οι σφουγγοκωλάριοί των, η κριτική σκέψη σπανίζει. Η αυτόνομη προσωπικότητα είναι είδος εν ανεπαρκεία. Ο έρωτας ξεπατώθηκε σε «onenightstand».  Η φιλία έγινε λυκοφιλία.

Η ατομικότητα, η αυτονομία του ατόμου, η αξιοπρέπειά του, συνθλίβονται στις μυλόπετρες της παγκοσμιοποίησης και καταλήγουν στον μαζοχυλό της μαζικής κουλτούρας και ομοιομορφίας.

Επαίτες της ζωής,  της ζωής λιποτάχτες,  οι άνθρωποι, σήμερα, ζητούν να ονειρευθούν μια καινούργια ζωή, μα βλέπουν εφιάλτες.

Εφιάλτης η ανεργία. Εφιάλτης ο ξενιτεμός των νέων. Εφιάλτης η πείνα των ξεχασμένων στα πεζοδρόμια. Εφιάλτης οι πόλεμοι και οι σκοτωμοί.Εφιάλτης η τρομοκρατία.

Εφιάλτης το «Κράτος αδηφάγων και ασυστόλων κώλων»

«Αφού εξήτασα λεπτομερώς όλα τα πρόσωπα με τη μεγαλύτερη φήμη, ανακάλυψα πως αποδίδονται τα λαμπρότερα κατορθώματα σε δειλούς, οι συνετότερες συμβουλές σε ηλιθίους, η ειλικρίνεια σε αυλοκόλακες, η αρετή σε προδότες, η ευσέβεια σε ασεβείς, η αγνότητα σε σοδομίτες, η φιλαλήθεια σε καταδότες.

Έβλεπα να αναρριχώνται στα υψηλότερα αξιώματα της πολιτείας κακούργοι, αποκτώντας τίτλους και περιουσίες. […]Τα συμβούλια και τα κοινοβούλια διεκδικούσαν οι πουτάνες, οι νταβατζήδες, οι τσατσάδες, οι τζουτζέδες και τα παράσιτα της κοινωνίας. […]Ανακάλυψα πώς μια πόρνη μπορεί να κυβερνάει, στα παρασκήνια, ένα συμβούλιο και το συμβούλιο να κυβερνάει ένα κοινοβούλιο.» ( «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Ιωνάθαν Σουίφτ.)

Αυτά συνέβαιναν στην πρωτεύουσα της Λαπούτα, Λαγάδο, κατά Σουίφτ. Πάσα ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις, εν Ελλάδι, πραγματική.

Ο  χρόνος χάθηκε, όταν  η μνήμη έσβησε.  

Και ο άνθρωπος, και πάλι, αναζητείται με το φανάρι του Διογένη, μέσα στα «άπτερα δίποδα όντα» των μαζανθρώπων.

«Ζώον  άπτερον δίπουν», λέγει ο Πλάτων, ο άνθρωπος. Και ο Αναγνωστάκης συμπληρώνει «χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα»,ενώ  ο Διογένης ο Κύων, ο Κυνικός, επιδεικνύει στην Αγορά έναν μαδημένο κόκορα.

Η αλαζονεία του ανθρώπου αγγίζει την Ύβριν.

Οι Ερινύες θα έρθουν; Ήρθαν;

Η μήπως κι’ αυτές χαθήκαν στον νεκρό πια μύθο της δικαιοσύνης,  και στον νεοελληνικό γραψαρχιδισμό.

ΟΜΩΣ:

«Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» (Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων)

«Καταραμένε Έλληνα… Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω. Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος. Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.

(Φρίντριχ Σίλερ: Friedrich Schiller, Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός).

ΥΓ. Ναι, οι Έλληνες γλεντάμε στα πανηγύρια μας, στους γάμους και στις γιορτές μας. Φέρνουμε και τις γυροβολιές μας στο «τσακίρ κέφι.

Όμως αυτήν την περίοδο με την αρρώστια το Κορωνοϊού να σέρνεται τριγύρω μας, ας πάρουμε τις απαραίτητες προφυλάξεις, κι όταν τελειώσει η πανδημία, (και θα τελειώσει πιο γρήγορα, όταν συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε  τα μέτρα προφύλαξης) , θα «το κάψουμε», πάλι, στα γλέντια.

«Θαρσείν χρη τ΄ αύριον έσσετ΄ άμεινον

Θάρρος χρειάζεται. το αύριο θα είναι καλύτερο.»

(Θεόκριτος)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης