Νατάσα Γ. Πετρούλια
Δικηγόρος – Ποινικολόγος,
LLM Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Μέλος Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολόγων κ Δημοσιολόγων

Η «Ιθαγένεια της Ένωσης» {«Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια»}, αναγνωρίστηκε ως ειδικός νομικός δεσμός και «υιοθετήθηκε στο ευρωπαϊκό δίκαιο για πρώτη φορά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το έτος 1992 / 1993, ταυτόχρονα με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως είναι γνωστό ο όρος «ιθαγένεια» εκφράζει τον δεσμό που συνδέει ένα φυσικό πρόσωπο προς ένα κράτος και στην παρούσα περίπτωση προς ένα υπερεθνικό οργανισμό κρατών, κοινοτικής, κατά κύριο λόγο, μορφής. Είναι λοιπόν σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια δεν είναι «κατά κυριολεξία ιθαγένεια», (και) «έχει παρακολουθητικό χαρακτήρα, προϋποθέτει δηλαδή την ιθαγένεια ενός από τα κράτη μέλη».

Σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΣΛΕΕ (άρθρο 20 ) «η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια», ενώ επισημαίνεται ότι η αναγκαία προϋπόθεση για να είναι ένα πρόσωπο «πολίτης της Ένωσης» και κάτοχος της «ιθαγένειας της Ένωσης» πρέπει (προηγουμένως και απαραιτήτως) να «έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους.

Ως εκ τούτου η ιθαγένεια της Ένωσης λειτουργεί σε απόλυτη συνάφεια και εξάρτηση με την ιθαγένεια του πολίτη κράτους μέλους. Εξ αυτού προκύπτει ότι ένα πρόσωπο, πολίτης τρίτης χώρας (ή και άνευ υπηκοότητας πολίτης) δεν είναι δυνατό να αποκτήσει την ιθαγένεια της Ένωσης, αν δεν του παραχωρηθεί (προηγουμένως και απαραιτήτως) η ιθαγένεια κράτους μέλους. Εξυπακούεται ότι οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις παραχώρησης ή αφαίρεσης της ιθαγένειας διέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Καθώς η ιθαγένεια των κρατών μελών δεν αποτελεί έννοια του δικαίου της Ένωσης, οδηγούμεθα σε ενός είδους «θεσμική ασυμμετρία» και «δημιουργείται το παράδοξο ότι ενώ η Συνθήκη με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ
απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας (λογικά μεταγενέστερο στάδιο), δεν απαγορεύεται η άνιση μεταχείριση που προκύπτει από τις διαφορές των εθνικών νομοθεσιών ως προς τις προϋποθέσεις κτήσης της ιθαγένειας (λογικά προγενέστερο στάδιο).

Τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιθαγένεια της ένωσης

Οι πολίτες της Ένωσης έχουν κατ’ αρχήν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται και περιλαμβάνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (και τα οποία απευθύνονται και σε όλους του ανθρώπους που βρίσκονται εντός ενός κράτους μέλους της Ένωσης). Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων υιοθετήθηκε – στη σημερινή μορφή του στη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας και «αποτελεί σταθμό στην πορεία προς τη θεσμική ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτή η «θεσμική ωρίμανση» της Ένωσης επιταχύνθηκε ήδη καθώς «η Συνθήκη της Λισαβόνας (βλ. άρθρο 6 παρ.1 της αναθεωρημένης Συνθ. Ε Ε)
αναγνώρισε τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος έχει πλέον το ίδιο νομικό κύρος με της Συνθήκες».

Ως εκ τούτου οι πολίτες έχουν και ασκούν όλα τα κύρια δικαιώματα που προκύπτουν από την ιθαγένεια της Ένωσης, τα δικαιώματα που περιλαμβάνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και τα «δικαιώματα που προκύπτουν και από άλλες διατάξεις των Συνθηκών». Τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιθαγένεια της Ένωσης αφορούν κατ’ αρχήν φυσικά πρόσωπα. «παράλληλα όμως, ορισμένα από αυτά μπορούν να αναγνωρισθούν και υπέρ νομικών προσώπων, τα οποία έχουν την έδρα τους στο έδαφος κράτος μέλους.

Τα δικαιώματα που απορρέουν (πηγάζουν) και συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι τα ακόλουθα:
α. Το δικαίωμα εισόδου, κυκλοφορίας και παραμονής στην επικράτεια των υπόλοιπων κρατών μελών της Ένωσης.

β. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, καθώς και το ίδιο δικαίωμα κατά τις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

γ. Το δικαίωμα της διπλωματικής και προξενικής προστασίας σε μια τρίτη χώρα, στην οποία δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος την υπηκοότητα του οποίου έχουν, με τους ίδιους όρους που ισχύουν έναντι των υπηκόων του κράτους αυτού.

δ. Το δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ε. Το δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.

στ. Το δικαίωμα πρωτοβουλίας (Ευρωπαίων πολιτών) να καλούν την Επιτροπή για υποβολή νομοθετικών προτάσεων.

ζ. Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.

η. Το δικαίωμα έκφρασης της πολιτικής βούλησης μέσω των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

θ. Το δικαίωμα να απευθύνονται στα όργανα της Ένωσης σε μια από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα.

ι. Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης και διακυβέρνησης.

Όπως τονίστηκε ήδη εκτός των βασικών (ατομικών) δικαιωμάτων που συναρτώνται και πηγάζουν από την ιθαγένεια της Ένωσης, η Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) συνδέει με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης και διάφορα πολιτικού χαρακτήρα δικαιώματα (δηλαδή αυτά που καταχωρίζονται πιο πάνω, πέραν των τεσσάρων κυρίων και βασικών δικαιωμάτων).

Το δικαίωμα ελεύθερης εισόδου κυκλοφορίας και διαμονής

Σύμφωνα με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ : «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την
εφαρμογή τους».

Το δικαίωμα της ελεύθερης εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια όλων των κρατών μελών προβλεπόταν και κατοχυρωνόταν, πριν εισαχθεί ο θεσμός της ιθαγένειας της Ένωσης με τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ, από τις Ιδρυτικές Συνθήκες και άλλες διατάξεις του πρωτογενούς ή του παραγώγου δικαίου.
Αφορούσε όμως κατ’ αρχήν τους οικονομικά ενεργούς πολίτες, τους εργαζόμενους και ελεύθερους επαγγελματίες και αυτούς που παρείχαν ή αποδέχονταν υπηρεσίες.

Επίσης και το άρθρο 45 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θεμελιώνει το δικαίωμα της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών».

Αρέστης Γεώργιος (Δικαστής ΔΕΕ): «Διάλεξη στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου», (26.11.2012):
«…αυτό που τελικά πήρε τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (…) άρχισε ως μια καθαρή οικονομική συνεργασία μέσα από την καθιέρωση τεσσάρων βασικών ελευθεριών. Της ελεύθερης κυκλοφορίας
προσώπων και της ελεύθερης εγκατάστασής τους, της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών».

Κατά τις Ιδρυτικές Συνθήκες προστατευόταν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, ως σημαντικές πλευρές της οικονομικής ελευθερίας και διευκόλυνσης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και η ελευθερία κίνησης των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης (εταιριών ή ελεύθερων επαγγελματιών κλπ.)

Είναι σαφές ότι «ένας από τους κύριους στόχους της εισαγωγής της ευρωπαϊκής ιθαγένειας υπήρξε η μετατροπή ενός περιορισμένου και ευρισκομένου σε λειτουργική σχέση προς τους σκοπούς της εσωτερικής αγοράς δικαιώματος διαμονής σε οιονεί συνταγματικό, καθολικό και απόλυτο δικαίωμα».

Με το άρθρο 21 ΣΛΕΕ η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής πηγάζει άμεσα από τη Συνθήκη και όπως είναι πλήρως παραδεκτό «δεν χρειάζεται δηλαδή έκδοση πράξης του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου για να υλοποιηθεί (….) ούτε «απαιτείται» υποχρεωτικά άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων». Όμως, «εξαρτάται από τη νόμιμη είσοδο, κυκλοφορία και διαμονή από τις προϋποθέσεις τόσο της ίδιας της Συνθήκης όσο και του δευτερογενούς δικαίου».

Με βάση τη ΣΛΕΕ, τα κείμενα του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης και τις αποφάσεις (τη νομολογία) του ΔΕΚ, το δικαίωμα του άρθρου 21 ΣΛΕΕ αναγνωρίζεται ως δικαίωμα όλων των υπηκόων των κρατών μελών. Δύο είναι λοιπόν οι βασικές προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής, του άρθρου 21 ΣΛΕΕ : αυτός που ασκεί το δικαίωμα (πολίτης – υπήκοος) κράτους μέλους της Ένωσης πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους, για να μην επιβαρύνει το σύστημα
κοινωνικής πρόνοιας του κράτους υποδοχής και να έχει πλήρη υγειονομική περίθαλψη.

«Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια κατά τη νομολογία του ΔΕΕ», ΕΕ Ευρ.Δ,Τόμος 32, τεύχος 1/2012, σελ.23:«Από της συστάσεώς της, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια ακολουθεί μια διαφορετική συλλογιστική σε σχέση με την εθνική ιθαγένεια.Ενώ η εθνική ιθαγένεια αποδίδεται κατά κανόνα σε αυτούς που συνδέονται με το έδαφος και το λαό ενός κράτους, αντιθέτως σκοπός της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είναι να ενθαρρύνει, την κινητικότητα των πολιτών κάθε κράτους μέλους έξω από τα δικά του όρια, εντός της εσωτερικής
αγοράς».

Μάλιστα μετά την κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ πλήρη κατοχύρωση του δικαιώματος «παράγωγο δίκαιο μπορεί να θεσπιστεί μόνο για τη διευκόλυνση της άσκησης των αναφερομένων δικαιωμάτων και σε καμία περίπτωση για την επίταση των προϋποθέσεων και των περιορισμών  ασκήσεών τους».

Γιατί όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 21 ΣΛΕΕ : «Εάν προς επίτευξη αυτού του στόχου, απαιτείται δράση της Ένωσης (…) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων».

Στο πλαίσιο του πνεύματος της παρ. 2 του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και με βάση τη νομολογιακή και επιστημονική αξιολόγηση, συνάγεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (άρθρο 21 ΣΛΕΕ και άρθρο 45 του Χάρτη Θεμελιωτών Δικαιωμάτων) «όχι μόνο απορρέει αλλά είναι και άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιθαγένεια της Ένωσης».

Η φύση του δεσμού της ιθαγένειας της Ένωσης και το περιεχόμενο του δικαιώματος της ελευθερίας, όπως προσδιορίζεται στη ΣΛΕΕ (άρθρο 21) και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρο 45), διευρύνουν το πρακτικό περιεχόμενο της παραδοσιακής ελευθερίας, η οποία πέραν του δικαιώματος
εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής περιλαμβάνει και το δικαίωμά του πολίτη της Ένωσης να ενταχθεί, να συμμετάσχει και να αναπτυχθεί μέσα στο νέο κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας υποδοχής.

Οι όροι άσκησης του δικαιώματος του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και 45 Χ.Θ.Δ από την οδηγία 2004/38

Οι ειδικότεροι όροι άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής πολίτη της Ένωσης στο έδαφος (επικράτεια) άλλου κράτους μέλους προβλέπεται και από την Οδηγία 2004 / 38/ΕΚ (ΕΕ L 158 της 30ης Απριλίου 2004).

Η οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το Π.Δ 106/2007 για την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους.
Η πιο πάνω οδηγία 2004/38 εκδόθηκε με βάση τη νομοθετική διαδικασία που προβλέπει η παρ. 2 του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο «…… μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων».

Η οδηγία 2004/38 αφορά «τη ρύθμιση των όρων άσκησης τον δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της ΕΕ και των μελών της Οικογενείας τους, του δικαιώματος μόνιμης διαμονής και των περιορισμών που μπορούν να τεθούν στο προαναφερθέντα δικαιώματα για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας».

Η οδηγία 2004/38 κατά κοινή ομολογία αποτελεί «εξαιρετικής σημασίας νομοθέτημα ( το οποίο) προβλέπει τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την είσοδο, διαμονή και ενδεχομένως και την απομάκρυνση -απέλαση των υπηκόων άλλων κρατών – μελών, καθώς και των οικογενειών τους,  προσδιορίζοντας και τους λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας, οι οποίοι μπορεί να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή». 

Η πιο πάνω Οδηγία κινήθηκε εντός του γράμματος και του πνεύματος της νομοθεσίας της Ένωσης (άρθρο 21 ΣΛΕΕ) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και θέσπισε παράγωγο δίκαιο «….. για τη διευκόλυνση της άσκησης των αναφερόμενων δικαιωμάτων …».

Η οδηγία συγκέντρωσε και κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τη διάσπαρτη σχετική νομοθεσία και επέτυχε τη βασική επιδίωξη που ήταν η ενίσχυση της σχετικής παραδοσιακής ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης που απορρέουν από αυτή.

Ένα σημαντικό στοιχείο αναβάθμισης της νομοθεσίας που εμπεριέχει η Οδηγία είναι η μέριμνα για την αποτελεσματικότερη προστασία των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης του υπηκόου κράτους μέλους που κέκτηται την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια. Σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2004/38 «κάθε πολίτης της Ένωσης που έχει δικαίωμα διαμονής ή δικαίωμα μόνιμης διαμονής καθώς και τα
μέλη της οικογένειας του, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του κράτους μέλους υποδοχής εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης».

Ο ορισμός του «μέλους της οικογένειας » είναι ευρύς και περιλαμβάνει και τον άνευ γάμου «σύντροφο» του πολίτη της Ένωσης, αναγνωρίζοντας τη σχέση ελεύθερης συμβίωσης ως ισοδύναμης προς το γάμο.
Ταυτόχρονα υπό προϋποθέσεις, ο θάνατος του πολίτη της Ένωσης ή η λύση του γάμου του δεν απογυμνώνει από τη νομική προστασία και κάλυψη τα μέλη της οικογένειάς του που ήδη διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους.

Ο βασικός κανόνας που εισάγεται με τη σχετική Οδηγία συνιστάται στο ότι : «…. οποιοσδήποτε πολίτης άλλου κράτους μέλους έχει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφοριάς και διαμονής στα υπόλοιπα κράτη μέλη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, ακόμη και χωρίς να ασκεί κάποια μισθωτή ή ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, αν διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη στη χώρα υποδοχής και επαρκείς πόρους».

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την ίδια την Οδηγία τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να προσδιορίζουν αυθαίρετα τους πόρους που θεωρούν «επαρκείς», αλλά πρέπει να εξετάζεται η προσωπική οικονομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης, ενώ πχ «επαρκείς
πόροι» είναι το ύψος της κατώτατης σύνταξης κοινωνικής ασφάλισης που χορηγεί το κράτος υποδοχής.

Οι πιο πάνω ενδεικτικές προϋποθέσεις αφορούν τα πρόσωπα που διαμένουν πέραν των τριών μηνών ή και μόνιμα στην επικράτεια κράτους μέλους της Ένωσης, ενώ οι πολίτες που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο  για διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2004 / 38, δεν χρειάζεται να αποδείξουν τη συνδρομή καμίας άλλης προϋπόθεσης, πέραν της κατοχής ισχύοντος διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας.

Όμως (βλ. άρθρο 8 της Οδηγίας) τα κράτη μέλη επιτρέπεται να επιβάλουν την καταχώρηση του πολίτη της Ένωσης που βρίσκεται στην επικράτειά τους στις αρμόδιες υπηρεσίες εντός προθεσμίας τριών μηνών. Επίσης τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την Ευρωπαϊκή ιθαγένεια οφείλουν να διαθέτουν «δελτίο διαμονής » που χορηγούν οι αρχές της χώρα υποδοχής και έχει πενταετή ισχύ.

Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος

Πέραν των γενικών περιορισμών που προβλέπουν οι Συνθήκες και οι σχετικές διατάξεις στην άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, ισχύουν και οι περιορισμοί που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI της Οδηγίας. Οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να επιβληθούν από τα κράτη μέλη αναφορικά με θέματα που σχετίζονται κυρίως με την είσοδο και διαμονή, πολιτών της Ένωσης που θα διαμείνουν στην χώρα υποδοχής για μακρό διάστημα, πέραν των τριών μηνών, αλλά και για πολίτες που θα διαμείνουν για μικρότερο (των τριών μηνών) διάστημα αν συντρέχουν ειδικές νομικές, κυρίως ποινικές προϋποθέσεις.

Οι αρχές της χώρα υποδοχής μπορούν να επιβάλλουν σε πολίτη της Ένωσης ή μέλος της οικογένεια του να απομακρυνθεί από την επικράτεια του κράτους μέλους για λόγου δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και μάλλον για λόγους δημόσιας ασφάλειας είναι δυνατό να λαμβάνονται μέτρα απέλασης, ενώ καθαρά οικονομικοί λόγοι ή διοικητικοί (πχ η λήξη ισχύος του ταξιδιωτικού έγγραφου) δεν αποτελούν λόγους λήψης τέτοιων μέτρων.

Στις περιπτώσεις αυτές η προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας είναι τουλάχιστον ενός μηνός και ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης (πρέπει να) έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα δικαστικά και διοικητικά μέσα για την εξασφάλιση της απαραίτητης έννομης προστασίας του.

Το δικαίωμα ως συστατικό της ευρωπαϊκής ιθαγένειας

Η ολοκλήρωση σε μεγάλο βαθμό του πλέγματος της έννομης προστασίας του συγκεκριμένου δικαιώματος ενισχύει τον αυτοτελή και θεμελιώδη χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας και το Δικαστήριο ουσιαστικά αναγνωρίζει την αυτοτελή θεμελίωση του δικαιώματος στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου το δικαίωμα της ελεύθερης εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος αλλά και της ελεύθερης εξόδου από αυτά, αποτελεί συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας.

Το ΔΕΚ [ΔΕΕ, Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης-σήμερα] με τις αποφάσεις του αποδέχεται ότι «η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει πλέον τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών».

Ταυτόχρονα το Δικαστήριο όλο και περισσότερο με τις αποφάσεις του αποδυναμώνει ή και αναιρεί «ποικίλες εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες προκαλούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των πολιτών, χωρίς να έχουν κατ’ αρχήν σχέση με το ζήτημα». Επίσης είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι το ΔΕΚ συναρτά ευθέως από την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια και συγκεκριμένα δικαιώματα ομάδων πολιτών.

Ταυτόχρονα τα κράτη μέλη δεν συγχωρείται να δημιουργούν συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων να αποτρέπονται οι πολίτες «από τη χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει η Συνθήκη σε συνάρτηση προς την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης», 23 και 24, γεγονός που επιβεβαιώνει και αναδεικνύει ότι το σχετικό δικαίωμα αποτελεί συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας.

Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με εδαφ. β. της παρ. 1 του άρθρου 20 ΣΛΕΕ «Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την Εθνική Ιθαγένεια», εν τούτοις συνεχώς διευρύνεται -κυρίως από τις αποφάσεις του ΔΕΕ – η αυτοτελής νομική και συναλλακτική βαρύτητα της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας.

Ειδικότερα η ενδεικτική αναφορά των δικαιωμάτων που έχουν οι πολίτες της Ένωσης με πρώτο το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, συνδέουν και συναρτούν το σχετικό δικαίωμα με την Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια, ως κατεξοχήν συστατικό στοιχείο της. Όπως προκύπτει και από το παράγωγο δίκαιο, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου η Ιθαγένεια της Ένωσης εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση στους πολίτες της Ένωσης ανεξάρτητα από την (εθνική) ιθαγένειά τους.

Είναι λοιπόν πλήρως αποδεκτή και επικυρωμένη και από το ΔΕΕ η αντίληψη ότι ο «….η Ιθαγένεια της Ένωσης, ενίσχυσε σημαντικά τα ατομικά δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα που έχουν οι πολίτες να διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος απλώς ως πολίτες της Ένωσης, αναγνωρίζοντας έτσι ότι η Ιθαγένεια της ΕΕ αποτελεί πηγή των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας».

Όπως καταδεικνύεται και από την δομή του σχετικού άρθρου 20 ΣΛΕΕ, τα υπόλοιπα ενδεικτικά αναφερόμενα δικαιώματα είναι «υποδεέστερα » του αναφερόμενου ως πρώτου κατά σειρά δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών και μάλιστα τα υπό στοιχεία β) 26 και γ) 27 αποτελούν κατά κάποιο τρόπο – «παρεπόμενα» δικαιώματα του υπό στοιχείο α) δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. β) το δικαίωμα τον εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και στις δημοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας τους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους». γ) το δικαίωμα να απολαύουν στο έδαφος τρίτης χώρας, στην οποία δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος, την υπηκοότητα του οποίου έχουν, της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και έναντι των υπηκόων του κράτους αυτού».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης